Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις στη βοήθεια προς τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού


Εάν αποφασίσετε την δημιουργία της δικής σας ΚοινΣΕπ και έχετε μια καλή ιδέα που πληροί τα κριτήρια του νόμου 4430/2016 ελάτε σε επαφή μαζί μας από εδώ για να σας βοηθήσουμε με την 10χρονη εμπειρία μας στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας και στην Δημιουργία άνω των 620 Επιτυχημένων ΚοινΣΕπ


images
Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη

Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις ακολούθησαν – ως προς τη σύσταση, τον σκοπό και τη λειτουργία τους – το μεγάλο ρεύμα της Δυτικής Ευρώπης της δεκαετίας του 1990, που απάντησε στην πτώση των ποσοστών οικονομικής ανάπτυξης και στην αύξηση των αριθμών της ανεργίας, με συμμετοχικές προσπάθειες οργάνωσης της εργασίας και υιοθέτησης στρατηγικών ενσωμάτωσης για ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Εκεί που ο αριθμός των αναγκών σε παροχή υπηρεσιών φροντίδας και ένταξης μεγάλωνε επικίνδυνα και εν απουσία πολιτικών πρωτοβουλιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κεντρική διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων, οι Κοιν.Σ.Επ. άρχισαν να ανταποκρίνονται σε θέματα στέγασης και σίτισης ομάδων που είχαν βγει στο περιθώριο (κοινωνικής φροντίδας), ήπιας απασχόλησης για άτομα με διάφορες μορφές αναπηρίας (ένταξης), επαναδραστηριοποίησης ανέργων που είχαν απομονωθεί εργασιακά (συλλογικού και παραγωγικού σκοπού) με τελικό στόχο την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και την τοπική ανάπτυξη και βασικό εφόδιο την ατομική πρωτοβουλία.

Η κοινωνική επιχειρηματικότητα ξεδιπλώνεται σε πέντε διαστάσεις: α) τον κοινωνικό της αντίκτυπο, β) την ατομική πρωτοβουλία, γ) τη συμμετοχική λήψη αποφάσεων που δεν βασίζονται στις εντολές του «ενός ιδιοκτήτη», δ) την ομαδική δουλειά σε όλα τα επίπεδα, ε) την έμφαση και την προτεραιότητα στον άνθρωπο και στο έργο, έναντι του κεφαλαίου κατά τη διανομή του εισοδήματος. Συγκεκριμένα, η προσέγγιση EMES (Emergence des Enterprises Sociales en Europe) στην Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα από τέσσερα διαφορετικά επιστημονικά πεδία (οικονομικά, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες, οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων) καθώς και τις διαφορές στην κουλτούρα και στη νοοτροπία των ανθρώπων σε διαφορετικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέληξε ότι τα κριτήρια κοινωνικής επιχειρηματικής συνείδησης και δράσης θα πρέπει να είναι τα παρακάτω:

  • η δημιουργική, διαρκής διαδικασία, άμεσης παραγωγής αγαθών και/ή πώλησης υπηρεσιών από τους ίδιους τους εργαζόμενους/μέλη των Κοιν.Σ.Επ
  • το υψηλό ποσοστό αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης των επιχειρήσεων
  • το οικονομικό ρίσκο, όπως αναλαμβάνεται και γίνεται αντιληπτό από τους ίδιους τους συμμέτοχους σε μια επιχείρηση
  • ο συνδυασμός πόρων (χρηματικοί ή άλλοι πόροι) και μορφών εργασίας (πλήρης/μερική απασχόληση, εξωτερικοί συνεργάτες, εθελοντική εργασία)

Μέσα από την πληθώρα των δραστηριοτήτων που μπορεί να φέρει εις πέρας μια Κοιν.Σ.Επ., οι επιχειρήσεις που στοχεύουν στην ενσωμάτωση του εργατικού δυναμικού που έμεινε μετέωρο από τη λαίλαπα της ανεργίας αδυνατώντας να προσανατολιστεί εργασιακά για διάφορους λόγους (άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, βασικής εκπαίδευσης, κοινωνικά απομονωμένοι ή προερχόμενοι από υποβαθμισμένες περιοχές), φτιάχνουν ένα μικρό αλλά σημαντικό είδος: τις Κοιν.Σ.Επ ένταξης (Work Integration Social Enterprises ή WISEs) και τις Κοιν.Σ.Επ κοινωνικής φροντίδας. Στις τελευταίες επιπλέον οι συμμέτοχοι μπορούν να ανακαλύψουν ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης σε διάφορα αντικείμενα, να προετοιμαστούν δηλαδή εκ νέου για μια αγορά που θα ταιριάζει στις δεξιότητές τους και θα αξιοποιεί τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις τους.

Μερικοί λόγοι πίσω από τη στροφή στην κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι οι κρατικές περικοπές δαπανών που άφησαν πολλούς ανθρώπους σε καθεστώς επισφάλειας, οι απότομες αλλαγές στην αγορά εργασίας τις οποίες οι άνθρωποι χωρίς πολλές γνώσεις (τεχνολογία, επιστήμες) δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν, η γραφειοκρατία και τα προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας που αναζητούσαν ευέλικτες ομάδες έργου. Για όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, οι Κοιν.Σ.Επ βρέθηκαν να καλύπτουν τις ανάγκες ενός κράτους που έμοιαζε να έχει αποσυρθεί ή που παρουσιαζόταν ανέτοιμο στη διαχείρισή τους, όπως για παράδειγμα στο να παρέχει προγράμματα απασχόλησης μακροχρόνια ανέργων ή προσωποποιημένες υπηρεσίες πρόνοιας.

Το θέμα με τις ευάλωτες ομάδες είναι αυτό της ανακύκλωσης προβλημάτων: τα στερεότυπα γύρω από αυτές, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και η αδυναμία ενδυνάμωσης των μελών τους, μεγαλώνουν το χάσμα ανάμεσα στους ανθρώπους μιας κοινότητας και ενισχύουν το στίγμα του περιθωρίου. Ο ίδιος ο όρος «ευάλωτες ομάδες» είναι αρνητικός συνεπώς ο επαναπροσδιορισμός των ευάλωτων ομάδων μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο αποδοχής που εστιάζει στον άνθρωπο και στη δυναμική του, ήταν όχι απλώς επιθυμητός, αλλά απολύτως απαραίτητος.

Στατιστικά στοιχεία για την ανεργία δείχνουν ότι οι άνθρωποι που μένουν εκτός εργασίας, εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες: η πρώτη κατηγορία αφορά στους μακροχρόνια άνεργους (ως μακροχρόνια άνεργος ορίζεται όποιος έχει μείνει εκτός αγοράς για πάνω από ένα ή δύο χρόνια). Στη δεύτερη κατηγορία αναφέρονται όσοι βρίσκονται σε μια συνεχή, μη-δημιουργική εγρήγορση ανάμεσα σε δουλειά και ανεργία, χωρίς να μπορούν να διατηρήσουν τη θέση τους για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κάνοντας μικροεργασίες και δουλειές του ποδαριού, ταυτόχρονα αντιμετωπίζοντας διάφορα επιμέρους προβλήματα, όπως εξαρτήσεις, οργανικά ή ψυχολογικά θέματα. Στην τρίτη κατηγορία βρίσκονται όσοι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε εργασίες που δεν αξιοποιούν τις δεξιότητες και τα ταλέντα τους, πληρώνονται με μισθούς κάτω του βασικού και αδυνατούν να αναζητήσουν κάτι στο οποίο θα ήταν αποδοτικότεροι, είτε επειδή δεν υπάρχουν δουλειές, είτε επειδή οι δουλειές που υπάρχουν μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά ενός υποβαθμισμένου τοπίου που επηρεάζει αρνητικά ολόκληρη την κοινότητα. Στην τελευταία περίπτωση, το θέμα της ανεργίας έχει πάψει προ πολλού να είναι αμιγώς οικονομικό και έχει μετατραπεί σε κοινωνικοπολιτικό.

Οι μέχρι σήμερα προτάσεις εξόδου από την ανεργία και τη στασιμότητα αναφέρονται στο άτομο ως συνέταιρο σε οικονομικές συμφωνίες, υποβαθμίζοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής των ομάδων, απειλώντας τη συνοχή του κοινωνικού συνόλου, αλλά πολύ περισσότερο αφαιρώντας από τον πολίτη τη δυνατότητα προσωπικού ελέγχου της καθημερινότητάς του. Η βελτίωση των δομών και των μηχανισμών στήριξης του πληθυσμού, η φροντίδα των τοπικών κοινοτήτων, το ενδιαφέρον για θέματα που αφορούν στο φυσικό περιβάλλον, είναι τρεις παράμετροι ενός νέου κοινωνικοοικονομικού πλάνου για την ευημερία και την ανάπτυξη. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα αφορά σε έναν πολιτισμό συμμετοχής στις αποφάσεις και αμοιβαίων ευθυνών, με το σεβασμό στα δικαιώματα των πολιτών και την αναγνώριση των ιδιαίτερων αναγκών τους να παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η προσωπική πρόοδος και η έγνοια για τα θέματα της κοινότητας, παύουν να θεωρούνται πολυτέλεια και βρίσκονται στη βάση της υγιούς οικονομίας και μιας μακροπρόθεσμης, τοπικής, αναπτυξιακής στρατηγικής.

Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Ψυχολόγος και συγγραφέας