Αλέκος Κολιόπουλος-Γιώργος Τσαπόγας: «Δεν υπάρχει λόγος να είμαστε συμπλεγματικοί»


Εάν αποφασίσετε την δημιουργία της δικής σας ΚοινΣΕπ και έχετε μια καλή ιδέα που πληροί τα κριτήρια του νόμου 4430/2016 ελάτε σε επαφή μαζί μας από εδώ για να σας βοηθήσουμε με την 10χρονη εμπειρία μας στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας και στην Δημιουργία άνω των 620 Επιτυχημένων ΚοινΣΕπ


images
Αναζητώντας τον βαθύ πολιτισμό του τόπου μέσα από το επαγγελματικό θέατρο και την ΚΟΙΝΣΕΠ. «Πράματα και Θάματα» (μία από τις ΚοινΣΕπ που μας εμπιστεύτηκαν για την δημιουργία τους)

Δυο γνωστούς Καλαματιανούς ηθοποιούς φιλοξενεί σήμερα η «Ε» – και μάλιστα δυο ηθοποιούς που διάλεξαν τη γενέτειρά τους για να ζήσουν και να δημιουργήσουν, μέσα της και μαζί της, ό,τι καλύτερο μπορούν. Δυο ηθοποιούς που είναι όμως παράλληλα και φίλοι. Στενοί φίλοι, από εκείνους που περνούν μαζί ώρες αμέτρητες και καταλήγουν να μιλούν την ίδια γλώσσα – ή μάλλον, δεν χρειάζεται καν να μιλήσουν για να συνεννοηθούν.

Αφορμή για την κουβέντα μας με τον Αλέκο Κολιόπουλο και το Γιώργο Τσαπόγα στάθηκε αρχικά ο κοινωνικός τους συνεταιρισμός: η ΚΟΙΝΣΕΠ  «Πράματα και Θάματα», ιδρυτικά μέλη της οποίας είναι οι δυο τους μαζί με δύο εξίσου αγαπητές κυρίες του χώρου, την Εύη Γιαννακοπούλου και τη Γιώτα Μηλίτση.

Η από κάθε άποψη ενδιαφέρουσα συζήτησή μας, όμως, δεν περιστράφηκε μόνο γύρω από το «Ενα Μπαούλο Θέατρο», το οποίο μας ξενάγησε το καλοκαίρι στην Ιστορία του Θεάτρου μέσα σε μια ώρα· ούτε καν μείναμε στις νέες παραγωγές της εταιρείας, που τώρα ετοιμάζονται: Αναφερθήκαμε αναγκαστικά στο χθες και το σήμερα του «ακέφαλου» πια ΔΗΠΕΘΕΚ (στο οποίο και οι δύο άντρες έχουν θητεύσει ως ηθοποιοί, ενώ ο  Αλέκος Κολιόπουλος υπήρξε πριν από λίγα χρόνια και καλλιτεχνικός του διευθυντής). Μιλήσαμε επίσης συνολικά για το θέατρο στην Καλαμάτα κι αγγίξαμε… χωρίς φόβο και πάθος θέματα που αφορούν τα δραστήρια ερασιτεχνικά σχήματα της πόλης.

Είπαμε πολλά. Τόσα που δεν χωρούν σε μία-δυο σελίδες. Είναι άλλωστε πάντα συναρπαστικό να κουβεντιάζεις με ανθρώπους ανοιχτούς αλλά με δουλεμένη σκέψη· που κουράζουν το μυαλό τους όσο και το σώμα τους· που δε φοβούνται να πουν την άποψή τους ακόμα κι αν δεν είναι πολιτικώς ορθή ή ευχάριστη· που ζουν κι εργάζονται με κόστος δικό τους, προσωπικό· που πέρασαν από φωτιές, που αναλαμβάνουν την ευθύνη, που έχουν όραμα· που το βλέμμα τους είναι στραμμένο εξίσου προς τα μπρος και προς τα πίσω, μα και στο βάθος των πραγμάτων· που παλεύουν με όρους σύγχρονους και δίχως αγκυλώσεις να προσφέρουν κάτι αξιόλογο στην πόλη τους, αλλά και στην ψυχή τους.

Μάλλον όμως, όλα αυτά μπορείτε να τα διαπιστώσετε και μόνοι σας:

ΣΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ ΤΗΣ… ΤΡΟΪΚΑΣ

Ρωτήσαμε καταρχάς τους δυο ηθοποιούς για την ΚΟΙΝΣΕΠ: πώς – πότε – γιατί. Σε ποια στιγμή και υπό ποιες συνθήκες ιδρύθηκε; Τι νέο προσφέρει στην καλλιτεχνική ζωή της Μεσσηνίας; Ποια ανάγκη φιλοδοξεί να καλύψει; Ο Γιώργος Τσαπόγας ανέλαβε να εξηγήσει πρώτα απ’ όλα τι εστί… ΚΟΙΝΣΕΠ. Μας είπε λοιπόν ότι οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις είναι μια καινούρια μορφή εταιρείας για την Ελλάδα, η οποία εμφανίστηκε περίπου μαζί με την… τρόικα στη ζωή μας:

«Ρώτησε η τρόικα “πώς δουλεύετε εδώ στην Ελλάδα;” – και η απάντηση ήταν “με τις ανώνυμες εταιρείες (ΑΕ), με τις ΟΕ, τις ΕΠΕ, τις αστικές μη κερδοσκοπικές”… “Και οι ΚΟΙΝΣΕΠ;”. “Τι είναι αυτό;” απόρησαν οι Ελληνες. Μας είπαν τότε οι Ευρωπαίοι ότι είναι μια μορφή εταιρείας με την οποία περνάει στον ιδιώτη η κρατική μέριμνα. Είναι μια μορφή συνεργασίας του ιδιώτη με το κράτος. Αυτό γίνεται κυρίως στη Γαλλία, απ’ όπου εμφανίστηκε αυτή η μορφή. Βέβαια, οι ΚΟΙΝΣΕΠ είχαν και κάποια προνόμια – αλλά αμέσως οι Ελληνες τα… αποκωδικοποίησαν καταλλήλως και μεταχειρίστηκαν για άλλους σκοπούς τις ΚΟΙΝΣΕΠ! Ετσι κατέληξαν οι Ευρωπαίοι να πουν “όπ! Ελληνες, πολύ έξυπνο αυτό που κάνατε… θα αρχίσουμε λοιπόν τώρα να αφαιρούμε προνόμια από αυτές τις εταιρείες”! Ετσι μπήκαν οι ΚΟΙΝΣΕΠ στη διαδικασία της λειτουργίας ως αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες. Με ένα πλεονέκτημα: ότι δεν πληρώνουν μόνιμα ασφαλιστικές εισφορές σε ΙΚΑ ή ΤΕΒΕ, δεν έχουν μόνιμο ασφαλιστικό φορέα, πάρα μόνο όταν απασχολούν εργαζόμενους και παράγουν έργο. Ολα τα άλλα ισχύουν όπως για μια μη κερδοσκοπική ή για μια ανώνυμη εταιρεία. Τα μέλη της ΚΟΙΝΣΕΠ και το προεδρείο δεν έχουν καμιά απολαβή – μόνο οι εργαζόμενοι έχουν απολαβές».

 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ  ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ

«Εγώ είμαι μέλος και δεν αμείβομαι, προσφέρω την όποια υπηρεσία μου δωρεάν», συμπλήρωσε ο Αλέκος Κολιόπουλος. «Οι εργαζόμενοί μας, από την άλλοι, αμείβονται – και μπορεί να είναι κι άνθρωποι με αναπηρία ή οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα· υπάρχουν δηλαδή πολλά περιθώρια να απασχολήσεις στην ΚΟΙΝΣΕΠ κόσμο από ευπαθείς ομάδες… από ένα πολύ ευρύ φάσμα εργαζόμενων».

«Ε, σαν καινούριο τόλμημα», συνέχισε ο Γιώργος Τσαπόγας, μπήκαμε κι εμείς στη διαδικασία να ακολουθήσουμε αυτή τη μορφή δραστηριοποίησης πάνω στο αντικείμενο μας, που είναι ο πολιτισμός – το θέατρο κυρίως, γιατί από εκεί ξεκινάμε. Ο Αλέξανδρος κι εγώ είμαστε επαγγελματίες ηθοποιοί, με έναν κοινό στόχο: να δραστηριοποιηθούμε στην πόλη μας, να δραστηριοποιηθούμε στον όπου μεγαλώσαμε και όπου επιλέξαμε να ζήσουμε».

Α.Κ. «Με λίγα λόγια, να κάνουμε επαγγελματικό θέατρο στην Καλαμάτα».

 

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙΑΡΙΚΟ ΜΠΑΟΥΛΟ

Κάθε Τετάρτη το καλοκαίρι που μας πέρασε η ΚΟΙΝΣΕΠ «Πράματα και Θάματα» άνοιγε στο χώρο του ΝΟΚ στην Παραλία «Ενα Μπαούλο Θέατρο – Η Ιστορία του Θεάτρου σε μια ώρα». Ρωτήσαμε λοιπόν τον Αλέκο Κολιόπουλο και το Γιώργο Τσαπόγα αν πέτυχε αυτό το πείραμα: Πώς ανταποκρίθηκε ο κόσμος στην παράσταση – και αν συνάντησε κάποιες δυσκολίες η παραγωγή.

Γ.Τ. «Αυτό το πείραμα ξεκίνησε καταρχάς την περίοδο που ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας ο Νίκος Ξανθούλης. Ανέθεσε σ’ έμενα -καθώς είχα μια επαφή με το ΔΗΠΕΘΕΚ από το 2007 που με έφερε πάλι πίσω εδώ ο Αλέκος Κολιόπουλος- ένα πολύ ευφάνταστο concept που είχε στο μυαλό του, σχετικά με την ιστορία του θεάτρου, η οποία θα “περιγράφεται” σε μία ώρα. Για την ακρίβεια σε 45 λεπτά… γιατί το πρόγραμμα είναι καταρχήν εκπαιδευτικό: 1 μπαούλο, 2 μουσικοί, 2 ηθοποιοί, μέσα σε 45 λεπτά που διαρκεί μια εκπαιδευτική ώρα, να μπαίνουν στην τάξη του σχολείου και να λένε την ιστορία του θεάτρου από την αρχαιότητα ως σήμερα. Εγώ λοιπόν το έφερα σε πέρας, αλλά τα πράγματα ήρθαν έτσι ώστε να μην καταφέρει ο Νίκος να ολοκληρώσει τη θητεία του – και ο φορέας ΔΗΠΕΘΕΚ δεν το υιοθέτησε έπειτα αυτό το έργο. Το ανέβασε πολύ λίγες παραστάσεις το χειμώνα του 2013 στο πλαίσιο της παιδικής παραγωγής… κι εκεί έκλεισε ο κύκλος. Εμείς μετά με την ΚΟΙΝΣΕΠ, καθώς έχουμε και προσωπική φιλία με τον Ν. Ξανθούλη, είπαμε να το ξαναφέρουμε στο κοινό ως την πρώτη μας παρουσίαση».

– Τον στόχο του τον πέτυχε λοιπόν φέτος το «Μπαούλο»;

Γ.Τ. «Ναι, τον πέτυχε. Ενας στόχος ήταν καταρχάς η επικοινωνία της εταιρίας με το κόσμο: να έρθει το κοινό στην πρώτη της παράσταση, σε μια ολοκληρωμένη παραγωγή της – κι αυτό το κέρδισε με πάρα πολύ καλή ανταπόκριση. Επίσης πέτυχε το εγχείρημα να πάμε σε ένα χώρο που δεν είναι θεατρική πιάτσα, όπου το έργο προσέγγισε όντως κόσμο, κι από τους επισκέπτες παραθεριστές αλλά και από τους ντόπιους. Οσο για κάποια τεχνικά θέματα που προέκυψαν, τα λύσαμε, τα αντιμετωπίσαμε. Η εμπειρία μας μέσα στα 20 χρόνια δουλειάς μέσα στο θέατρο, μας έκανε να τα καταφέρουμε αρκετά εύκολα».

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ… ΘΡΑΝΙΑ

Η επόμενη απορία ήταν αν υπάρχουν σκέψεις να καθιερωθεί το «Ενα Μπαούλο Θέατρο»  σε πιο μόνιμη βάση: π.χ. το χειμώνα στα σχολεία ή και σε χώρους ενηλίκων…

Γ.Τ. «Ναι, αυτός είναι ο στόχος μας – και ξέρετε, οι μεγάλοι περνούσαν καλύτερα σε αυτές τις παραστάσεις! Είναι πάντως ένα άρτιο θέαμα το “Μπαούλο”, έχει πολλές πληροφορίες. Στους μεγάλους θυμίζει ή φρεσκάρει τις γνώσεις, ενώ στα παιδιά μαθαίνει. Στα μικρότερα παιδιά εξηγεί καταρχάς ότι το θέατρο απαρτίζεται από λόγο, μουσική, σκηνικά, κοστούμια… Είναι μια πρώτη επαφή με τη θεατρική πράξη.

Οπως είχε γίνει και αρχικά, ίσως κινηθούμε πάλι μέσω της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας – ή και της Πρωτοβάθμιας για τις μεγαλύτερες τάξεις του Δημοτικού που διδάσκονται και Θεατρική Αγωγή πλέον. Επίσης, μέσα από επαφές με τους διευθυντές των σχολείων. Ηδη η Καρδαμύλη, η Στούπα, μας έχει ζητήσει την παρουσίαση της παράστασης».

Α.Κ. «Ετσι κι αλλιώς ένας στόχος της εταιρείας μας είναι και η εκπαίδευση, σε όλες τις ηλικίες. Ετοιμάζουμε παραγωγές για μεγαλυτέρα παιδιά, για το λύκειο: Εκεί θα μπαίνουμε στις τάξεις αναλόγως με την κατεύθυνση, πρακτική ή θεωρητική, και θα έχουμε έργα ειδικά για τους φιλολόγους ή για τους μαθηματικούς!

Επίσης ο Γιώργος ετοιμάζει ένα έργο για μικρά παιδιά».

Γ.Τ. «Μέσα στις δράσεις της ΚΟΙΝΣΕΠ είναι και το θεατρικό παιχνίδι. Φέτος βέβαια αυτό δεν γίνεται καθαρά από την εταιρεία μας, αλλά θα γίνει σε συνεργασία με ένα ερασιτεχνικό σχήμα: το “ΣΥΝ 1 – Μιχάλης Τούμπουρος”».

ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ  ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τυπικά πάντως, το «Μπαούλο» ήταν η δεύτερη παρουσία της ΚΟΙΝΣΕΠ στα θεατρικά πράγματα, όπως μας λένε οι ηθοποιοί:

Γ.Κ. «Η πρώτη ήταν μια συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ: Ως εταίροι του, είχαμε προσλάβει το εργατικό δυναμικό του Θεάτρου, καθώς η εποχή, οι συνθήκες που επικρατούν στους κρατικούς φορείς… οδήγησαν στο να μην έχει τη δυνατότητα η “Φάρις” να προσλάβει προσωπικό. Φέτος γίνεται μια άλλη μορφή συνεργασίας της “Φάρις” στον τομέα θεάτρου, με κάποια άλλη εταιρεία. Είναι ένας λειτουργικός τρόπος, που τον χρησιμοποιεί το Θέατρο – και όχι μόνο το δικό μας».

Α.Κ. «Και με την “Ελένη” παλιότερα είχε γίνει επίσης κάτι ανάλογο, με μια άλλη εταιρεία. Ετσι κι εμείς είπαμε, αφού υπάρχουν οι ξένοι που κάνουν αυτή τη δουλειά, ας υπάρχουμε κι εμείς ως πολιτιστικός φορέας, που μπορούμε να συνεργαζόμαστε με τους φορείς και να κάνουμε και δικές μας παραγωγές».

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΤΕΓΗΣ

– Σκέφτεστε μήπως να αποκτήσετε έναν μόνιμο χώρο για να στεγάσετε τα όνειρα και τα σχέδια της ΚΟΙΝΣΕΠ; ρωτήσαμε τα δύο μέλη της.

Α.Κ. «Το σκεφτόμαστε πράγματι αυτό, πολύ έντονα. Εξαρτάται και από τα χρήματα που θα πρέπει να επενδυθούν. Καταρχάς, ο εξοπλισμός μας είναι άρτιος: Μπορούμε άνετα να πάμε σε έναν οποιονδήποτε χώρο και να παρουσιάσουμε μια παραγωγή. Από πλευράς αίθουσας όμως νομίζω ότι φέτος θα κινηθούμε νοικιάζοντας. Παράλληλα είμαστε συνέχεια σε έρευνα, για να βρούμε μόνιμη στέγη. Πρέπει όμως να κάνουμε μια καλή οικονομοτεχνική μελέτη, για να μπορούμε να βγαίνουμε – γιατί οπωσδήποτε, με το κλειδί στο χέρι στην πιο εύκολη κατάσταση απαιτείται κάνα χιλιάρικο το μήνα… Θα πρέπει λοιπόν να έχουμε ένα πακέτο, να ετοιμάσουμε όλες τις παραγωγές μας: να ολοκληρώσουμε το χειμερινό μας έργο, συν ένα εφηβικό έργο, συν το “Μπαούλο”… να έχουμε πάνω κάτω γύρω στα 4 θεάματα έτοιμα, δοκιμασμένα – ώστε να εξασφαλιστούμε ότι θα βγάλουμε και τα οικονομικά μας, πριν ανοιχτούμε».

– Υπάρχουν λοιπόν θεατρικές παραγωγές της ΚΟΙΝΣΕΠ «Πράματα και Θάματα», που ετοιμάζονται αυτή τη στιγμή; (Υπάρχουν… αλλά προφανώς για λίγο ακόμα, θα μείνουμε με την αγωνία!)

Α.Κ. «Υπάρχουν στα σκαριά παραγωγές και τις δουλεύουμε, τις παλεύουμε. Ακόμα όμως δεν έχουμε κλείσει τους ηθοποιούς – και δεν είμαστε απολύτως έτοιμοι για να μιλήσουμε ακριβώς, με μολύβι και χαρτί. Το βασικό σχέδιο είναι περίπου έτοιμο, αλλά δεν μπορούμε ακόμα να πούμε ονόματα και κάποιες λεπτομέρειες. Υπάρχει πάντως ένα εφηβικά concept κι ένα έργο για μεγάλους. Είναι κωμωδία, σάτιρα – και από τα τεστ που έχουμε κάνει… αρέσει μέχρι στιγμής!».

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΔΗΠΕΘΕΚ»…

Με τρώει φυσικά η περιέργεια να ρωτήσω τον Αλέκο Κολιόπουλο πώς βίωσε την εμπειρία του ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕΚ. Και πώς θα την περιέγραφε σαν μια ιστορία με αρχή – μέση – τέλος, αλλά και… δίδαγμα.

Α.Κ. «Οταν λαμβάνει κανείς μια δημόσια θέση, κατά τη γνώμη μου είναι όπως ο διαχειριστής μιας πολυκατοικίας. Πολλοί λένε, ας μην πάρω τη διαχείριση ποτέ. Αλλοι θέλουν να είναι αιωνίως οι διαχειριστές. Ο μεν αιώνιος διαχειριστής έχει όλο το ζόρι κι ακούει ότι οπωσδήποτε κλέβει, βουτάει κ.λπ. – κι εκείνος που δεν πήρε τη διαχείριση είναι σαν να μην συμμετέχει ποτέ στη διαχείριση των κοινών. Δύο θητείες πιστεύω πάντως ότι είναι υπεραρκετές. (Εγώ στο ΔΗΠΕΘΕΚ δεν έκανα καν δύο – έκανα μία και κάτι). Σε δυο θητείες γενικώς ό,τι έχεις το δείχνεις. Αυτό θα πρέπει να ισχύει και με τους πολιτικούς.

Οσον αφορά το Δημοτικό Θέατρο, ήταν ένας θεσμός πολύ σημαντικός για εμένα, μας έδωσε πολλά στην Καλαμάτα. Υπήρχαν κάποιοι γενικοί στόχοι, που κι εγώ τους μυριζόμουν – πάντα έλεγα για παράδειγμα ότι υπάρχει ένας βαθύς πολιτισμός σε κάθε τόπο, τον οποίο δεν μπορούμε να αγνοούμε – ούτε να είμαστε τόσο συμπλεγματικοί. Δεν μπορεί δηλαδή να περιμένουμε από τους μεγάλους δημοσιογράφους, τους μεγάλους καλλιτέχνες της Αθήνας να μας δώσουν την “ποιοτική σφραγίδα” τους! Χρειάζεται ένας αυτοσεβασμός! Αυτό σημαίνει ότι σέβομαι τον πολιτισμό της πατρίδας μου».

Ο ΒΑΘΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Α.Κ. «Ας πούμε έμενα ο μπαμπάς μου δεν ήξερε κλασική μουσική, ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος στην Καλαμάτα, τραγούδαγε όμως πολύ ωραία δημοτικά τραγούδια, την Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία, είχε μέσα του διάφορα πράγματα… Υπήρχε λοιπόν ένας βαθύς πολιτισμός: Τα πανηγύρια ή οι εκδηλώσεις και οι λαϊκοί χοροί, όλο αυτό το ντόπιο στοιχείο, τα τοπικά τραγούδια, ο τρόπος που μιλάμε, το νι και το λι ακόμα, αυτό το οποίο είναι δικό μας, που το αισθανόμαστε δικό μας… είναι ο βαθύς μας πολιτισμός. Κι όπου βρεθούμε, με την πρώτη αφορμή, στο πρώτο τραγούδι της τάβλας που θ’ ακούσουμε, στον πρώτο επιτάφιο, αυτό αμέσως θα μας “μιλήσει”. Ακόμα και στο τελευταίο σκυλάδικο με την ανάμνηση όλου αυτού του λαϊκού πολιτισμού, που είναι πιο οικεία, πιο δικιά μας, απ’ το ανοίκειο το ξένο.

Είχα πάντα την άποψη, και στο έμψυχο και στο άψυχο και στην ατμόσφαιρα, να ψάξουμε να βρούμε τι γίνεται εδώ· ώστε αυτό το ντόπιο να το καθαρίσουμε, για να ακτινοβολήσει προς τα έξω.

Αυτό λοιπόν εν πολλοίς το καταφέραμε στο ΔΗΠΕΘΕΚ. Ομως κάτι τέτοιο έχει και όρια – δεν μπορούμε να είμαστε μόνο εκεί, γιατί έχουμε και το Θέατρο που ανοίγεται προς τα έξω… που πρέπει να διατηρεί μιαν άλλη επαφή με τον έξω κόσμο».

– Τώρα με την ΚΟΙΝΣΕΠ, υφίσταται ακόμα ο ίδιος προβληματισμός για το ντόπιο στοιχείο, συνεχίζεται η σχετική έρευνα;

Α.Κ. «Ναι, μα αυτή είναι η έρευνά μας! Μας ενδιαφέρει εδώ η Σχολή Βυζαντινής Μουσικής με τη χορωδία, το Ωδείο, οι οργανοπαίκτες της Καλαμάτας, όλοι οι σύλλογοι με τους παραδοσιακούς χορούς…

Πάνω εκεί υπάρχουν και κοινοί στόχοι της ΚΟΙΝΣΕΠ με το ΔΗΠΕΘΕΚ ως φορέα, γιατί μπαίνουμε στην αξιοποίηση του ντόπιου δυναμικού.

Οι μουσικοί, δε, που χρησιμοποιήθηκαν στην παράσταση του “Μπαούλου” είναι ντόπιοι Καλαματιανοί, σε αυτή την πόλη υπάρχουν πραγματικά ταλέντα τα οποία γνωρίσαμε μέσα από τη δουλειά: η Γιώτα Μηλίτση για παράδειγμα, που είναι μαζί μας μέσα στην εταιρεία. Είμαστε ντόπιο δυναμικό που στελεχώσαμε αυτή τη δουλειά – και μένουμε πάντα ανοιχτοί σε οποιονδήποτε Καλαματιανό θα θέλει να εκφραστεί μόνος του ή μ’ εμάς».

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

Γ.Τ. «Και ο θεσμός των ΔΗΠΕΘΕ αρχικά έναν τέτοιο στόχο είχε. Με στόχο την πολιτιστική αποκέντρωση ξεκίνησαν αυτοί οι φορείς να διασκορπίζονται ανά την Ελλάδα. Το 1980 όταν ιδρύθηκε βέβαια ο φορέας δεν μπορούσε να στελεχωθεί από ντόπιο δυναμικό, γιατί οι εποχές ήταν άλλες. Αναγκαστικά έπρεπε να έρθει δυναμικό από την Αθήνα ή άλλα κέντρα. Στην πορεία όμως κάπου χάθηκε ο προσανατολισμός – γιατί οι άνθρωποι που έρχονταν εδώ δεν μπήκαν στην διαδικασία να διαμορφώσουν θεατρόφιλο κοινό στην πόλη, να βάλουν τις βάσεις… Υπήρχε δυναμικό που ερχόταν εδώ, αλλά με στόχο την Αθήνα, όχι την Καλαμάτα. Και φτάσαμε σε ένα σημείο να παρεξηγηθεί λίγο και ο θεσμός του ΔΗΠΕΘΕ και η λειτουργία του επαγγέλματος του ηθοποιού…».

Α.Κ. «Πάντως δεν θέλουμε να μηδενίζουμε τα πράγματα, γιατί “από το κάτι βγαίνει κάτι, από το τίποτα δεν βγαίνει τίποτα”. Αρα, κρατάμε τα καλά, αυτά που είναι υγιή. Οταν εγώ ήμουν μικρός δεν υπήρχε τίποτα αντίστοιχο με το ΔΗΠΕΘΕΚ. Υπήρχε το Γαλλικό Ινστιτούτο, όπου με προσωπική θυσία της Αγγελικής Κουτσομητοπούλου και άλλων φωτισμένων ανθρώπων κρατήθηκε ένας φάρος, κι έτσι κάποια καλαματιανά παιδάκια πήραν μια μυρωδιά… Μετά έγινε το ΔΗΠΕΘΕΚ, πολύ καλύτερα βέβαια… Εμείς δουλέψαμε σαν ηθοποιοί, αλλά σκέψου ένα παιδί που έβλεπε θέατρο!».

Γ.Τ. «Εγώ είμαι αυτό το παιδί! Που στα κάγκελα της οδού Δημοσθένους τα βράδια, εκεί που η κυρα-Αντωνία δίπλα είχε τα κατσικάκια της το 1980, εγώ ήμουν κρεμασμένος κι έβλεπα πρόβες από Κακλέα, από Χαραλάμπους, από Μπάκα… Εβλεπα λοιπόν όλο αυτό το χτίσιμο μιας μαγείας, ενός ονείρου – και έτσι έμαθα το θέατρο».

Α.Κ. «Αρα δεν μπορούμε να απαξιώσουμε τα πάντα· κρατάμε όλα αυτά τα πολύτιμα πράγματα από το ΔΗΠΕΘΕΚ, σαν κόρη οφθαλμού. Κοιτάμε βέβαια και ποια λάθη έγιναν. Ο άπειρος κρατισμός τελικά είχε καρκινώματα… Είχε πάρα πολλά, απίστευτα χρέη. Εμείς όμως τα παρατάμε αυτά και λέμε, τι έμεινε: Τι έμεινε σε έμψυχο δυναμικό, τι έμεινε σε ουσία; Κι αυτή την ουσία την αυγαταίνουμε».

Η ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ

– Τι θα ευχόσασταν και τι θα προτείνατε λοιπόν εσείς στο ΔΗΠΕΘΕΚ; ρώτησα τους δύο συνομιλητές μου.

Α.Κ. «Στο ΔΗΠΕΘΕ θα ευχόμουν να ζήσει και να ευτυχήσει! Δηλαδή να κάνει το ρόλο του αξιοπρεπώς. Αν μπορούσε να ακούσει και τη γνώμη μας, ακόμα καλύτερα – δηλαδή να μην έχει ανάγκη ν’ αλληθωρίζει προς οπουδήποτε.

Δεν υπάρχει λόγος, γενικότερα, να είμαστε συμπλεγματικοί Το ίδιο ισχύει και με την πολιτική: Για παράδειγμα, υπήρξαν εδώ καλοί πολιτικοί, που έκαναν πράγματα, ήταν όμως πιο λαϊκά παιδιά, δεν ξέρω τι να πω, και αλληθώριζαν προς την Αθήνα… Εμάς τότε μας μεγάλωσε μια μικροαστική τάξη που είχε όμως τη δυνατότητα να μας μάθει και δέκα γράμματα. Μπορούσα λοιπόν και τότε ακόμα να είμαι πιο περήφανος. Ενας πολιτικός της περασμένης γενιάς, όμως, ίσως δεν είχε καν τα εφόδια για να σταθεί περήφανος. Δεν φταίνε κι εκείνοι οι κακόμοιροι, δηλαδή οι άνθρωποι που ήθελαν να βγαίνουν φωτογραφίες, όπως τους λέω εγώ… Τόσα μπορούσαν, τόσα έκαναν. Απλώς πρέπει να νιώθεις και λίγο αυτή την αυτοπεποίθηση, την περηφάνια. Και η αυτοπεποίθηση βέβαια έχει κόστος, για να τη χτίσει κανείς και να τη διατηρήσει».

«ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΠΙΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΗΠΕΘΕΚ»

Α.Κ. «Δεν μπορεί επομένως κάποιος που έχει τελειώσει μια δραματική σχολή να έρχεται εδώ στους… ιθαγενείς, κι επειδή είναι καλός στην ίντριγκα να φέρνει ό,τι συμβούλους να ‘ναι – φαρμακοποιούς, διάφορους… οι οποίοι υπογράφανε ό,τι τους έδιναν στα τυφλά, “πάρε λεφτά και δώσε κρέας”… και τα εκατομμύρια να φεύγουν σαν παλαβά, και να βγαίνουμε πρώτο θέατρο στην Ελλάδα, και να πηγαίναμε περιοδείες στη… Σουμάτρα. Ολα καλά, δε λέω. Αλλά φτάσαμε στην πτώχευση!

Και το χειρότερο; Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τώρα ποιο είναι το Δημοτικό Θέατρο! Ρωτάς κόσμο, ποιο είναι εδώ το Δημοτικό Θέατρο. “Ποιο, το ΣΥΝ 1;” σου λένε. “Ποιο, ο Σινάνης;”. “Ποιο, ο Κατσάς;”. Δεν ξέρει ο κόσμος το ΔΗΠΕΘΕΚ, κι αυτό είναι κατάντια.

Επρεπε να υπάρχει διακριτή παρουσία – και άξιζε να υπάρχει γιατί και λεφτά έχουν διατεθεί πολλά… κι είναι κρίμα. Επρεπε να ρωτάς τον ταξιτζή και να σε πηγαίνει κατευθείαν στο Δημοτικό Θέατρο!

“ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ ΕΝΑΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ”

Ο μακαρίτης ο Τσαγκάρης έδωσε μάχη γι’ αυτό. Εγώ του είχα ιδιαίτερη αγάπη – και δικαίως έχουν το άγαλμά του διότι αυτός ο άνθρωπος προσπάθησε. Καταρχάς μας είχε βγάλει το λάδι με όλα τα φιλολογικά που έκανε, δουλεύαμε σαν παλαβοί με τα “Πολυδούρεια”, με τα πάντα! Εκανε ό,τι μπορούσε – και με τη Δημουλά, με τον Πατρίκιο, κάθε εβδομάδα μας είχε εκεί! Ετσι χρειάζεται…

Και ο Κακλέας στα καλά του, στην πρώτη του θητεία είχε κάνει πολλά πράγματα. Τον Τσαγκάρη ίσως επειδή τον έζησα τον ξεχωρίζω. Και όλοι οι άλλοι πρόσφεραν φυσικά – αλλά είπαμε, να μην σε παρασύρει το άλλο ρεύμα.

Στην Καλαμάτα δεν βρέθηκε ένας Σωκράτης Καραντινός, ο οποίος έβαλε τα θεμέλια του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος – ήταν εκεί και το έχτισε. Γιατί είναι νομοτελειακό: Αν καλλιεργήσεις ένα χωράφι θα σου δώσει κάτι. Αν είναι και παρθένα η γη… θα πετάξει αμέσως».

ΟΙ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ

Ζήτησα στη συνέχεια από τους δυο ηθοποιούς μια άποψη για τη συνολική θεατρική παραγωγή της Καλαμάτας – μη εξαιρετέων φυσικά  και των ερασιτεχνικών θεατρικών σχημάτων της. Δεν μάσησαν τα λόγια τους: Οι ερασιτέχνες του θεάτρου, εκτός από εξ ορισμού αξιέπαινοι, είναι συχνά και άξιοι συγχαρητηρίων για τις παραγωγές τους. Ομως, συχνά επίσης καταπιάνονται με υλικά που τους υπερβαίνουν.

Α.Κ. «Το πρόβλημα με τα ερασιτεχνικά σχήματα είναι -κατά την προσωπική μου βέβαια γνώμη- ότι δεν μπορείς να απαιτήσεις από έναν άνθρωπο να δουλεύει 12 ώρες, όπως δουλεύουμε εμείς συνέχεια. Ενα άλλο πρόβλημα που έχουν τα θεατρικά σχήματα είναι πως, ενώ κάνουν απόπειρες εκπαίδευσης, έχουν στόχο μία με δύο παραστάσεις το χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι, ως σκηνοθέτης ή ως εμψυχωτής, θα ασχοληθείς βέβαια να δώσεις μια στοιχειώδη παιδεία στους ηθοποιούς, αλλά δεν μπορείς να τους προσφέρεις μια παιδεία τριετή ή μια κοινή θεατρική γλώσσα… Επίσης, και όλοι οι ερασιτέχνες δεν κάνουν για ηθοποιοί. Αρα ο σκηνοθέτης που έρχεται ούτε μπορεί να φτιάξει σχολή για να τους μάθει κάποια πράγματα, αν και κάποιοι μπορεί να έχουν δουλέψει 10 χρόνια πάνω σε αυτό – ούτε και όλοι οι σκηνοθέτες είναι δάσκαλοι. Εμείς π.χ. στο Κρατικό είχαμε 10 δασκάλους.

Τέλος, καταπιάνονται και με πολύ δύσκολα πράγματα – όπως π.χ. με Μπρεχτ. Εγώ τον βλέπω τον Μπρεχτ και ιδρώνω, παρόλο που είμαι 40 χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Οπότε καταλαβαίνεις πως υπάρχουν όρια, τα όρια του συστήματος».

Γ.Τ. «Εγώ πάντως πολύ χαίρομαι που υπάρχει όλο αυτό, ερασιτεχνικά. Που υπάρχουν δηλαδή κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι μαζεύονται εκεί και δεν πάνε στο καφενείο να παίζουν χαρτιά ή να δέρνουν τη γυναίκα τους ή να ασχολούνται διαρκώς με την μπάλα! Αυτοί οι άνθρωποι εκεί ασχολούνται με το αντικείμενο της τέχνης, του θεάτρου και του πολιτισμού. Και φυσικά πρέπει να μιλήσουν και για τον Μπρεχτ!

Το θέμα είναι να μη χάνουν τον στόχο και τον προσανατολισμό τους μπαίνοντας σε άλλα λημέρια. Δηλαδή ένα ερασιτεχνικό σχήμα δεν πρέπει να έχει τη μορφή θεατρώνη. Πρέπει να έχει τη μορφή της συλλογικότητας και της εκπαίδευσης: Να βρεθούμε για να ανταλλάξουμε απόψεις και να μιλήσουμε για κάτι που αγαπάμε, αφού είμαστε εραστές αυτού του πράγματος. Να μιλήσουμε για τον Μπρεχτ, για τον Κεχαΐδη, για τον Ακη Δήμου, για όποιον θέλουμε – αλλά μην περνάμε σε μετερίζια πέραν της δικής μας εμβέλειας».

Α.Κ. «Για παράδειγμα στη μουσική, δεν μπορείς να φτιάξεις μια κρατική ορχήστρα και να πετύχει, εάν δεν είναι ο καθένας εκεί πάνω από το όργανό του 24 ώρες… Πρέπει να είσαι εκεί, συνέχεια δοσμένος, για να μπορείς να έχεις ένα υψηλό επίπεδο. Ο Μπρεχτ π.χ. είναι το πιο δύσκολο πράγμα που υπάρχει. Την πάτησαν εκεί μεγάλοι επαγγελματίες, η Παξινού ας πούμε. Ο Μπρεχτ σημαίνει ότι κλαίω με το ρόλο στο “Μάνα Κουράγιο” π.χ., αλλά σταματάω απότομα να κλαίω, και λέω πώς κλαίει ο ρόλος! Είναι δηλαδή σαν να τρέχω με 200 χλμ. την ώρα, να πατάω φρένο, να βγαίνω από το αυτοκίνητο, να λέω “κοίταξε πώς τρέχει!” και να τρέχω πάλι. Αυτό λοιπόν, για σκεφτείτε… τι εξάσκηση θέλει; Θέλει απίστευτη εξάσκηση στα εκφραστικά μας μέσα, πρέπει το συναίσθημά μας να το έχουμε στο τσεπάκι. Πρέπει γενικά να αφιερώνεις άπειρο χρόνο. Την έχουν πατήσει έτσι και ηθοποιοί μεγάλοι.

Εγώ φυσικά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ταλέντο – εργατικό τον θεωρώ και αφιερώνω άπειρες ώρες. Γενικότερα αυτή είναι η διαφορά ίσως των σπουδών ή του επαγγελματικού θεάτρου. Γι’ αυτό και η δική μας εταιρεία απασχολεί για τις παραγωγές της μόνο επαγγελματίες ηθοποιούς. Οταν π.χ. έχεις βγάλει μια δραματική σχολή, έχεις δουλέψει επί τουλάχιστον 3 χρόνια αποκλειστικά με το όργανό σου, που είναι ο εαυτός σου.

Υπάρχουν φυσικά και πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι που εμφανίζουν εύκολα ένα έργο. Το κακό είναι ότι και οι καλοί ερασιτέχνες που υπάρχουν σε κάθε ομάδα είναι μοιραία λίγοι -όπως είναι παντού οι αναλογίες- και χάνονται. Εγώ πάντως έχω δώσει πολλές φορές συγχαρητήρια. Ομως, ας πούμε ένα αρχαίο ελληνικό θέατρο, δίχως 2 χρόνια στούντιο δεν βγαίνει. Ετσι έκανε κι ο μακαρίτης ο Βογιατζής που ανέβαζε την “Αντιγόνη” με δυο χρόνια στούντιο. Δεν ήταν βλάκας αυτός, δεν ήταν βλάκες όλοι αυτοί! Ηταν επαγγελματίες.

Αυτό λοιπόν φιλοδοξούμε κι εμείς με την ΚΟΙΝΣΕΠ – κάνοντας βέβαια και μια πονηριά: Δεν καταπιανόμαστε με πράγματα τόσο “βαριά”· είμαστε μέσα στον τόπο μας και κοιτάμε μέσα από τα χνότα του τόπου μας να βρούμε την όποια μας ευκολία. Κι αν βρίσκουμε το κουράγιο να κάνουμε και κάτι περισσότερο, επαγγελματικά, το κάνουμε».

– Και πώς θα θέλατε να δείτε θεατρικά την Καλαμάτα σε 5-10 χρόνια;» ρωτάω. Τι να έχει κατακτήσει;

Α.Κ. «Α, εμείς απλώς κάναμε πρώτοι αυτό που θα κάνουν οι άλλοι αργότερα… Σε λίγα χρόνια, θα δείτε, θα υπάρχουν 2-3 επαγγελματίες που θα δραστηριοποιούνται σαν κι εμάς στην Καλαμάτα! Εμείς κάναμε απλώς την “πονηριά” να πιάσουμε πρώτοι αυτό το δικό μας στασίδι».

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ… ΝΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ

– Υπάρχει άραγε το κλίμα ή η δυνατότητα ή κάποιος λόγος, τέλος πάντων, για να επιτευχθούν συνεργασίες μεταξύ των θεατρικών σχημάτων;

Α.Κ. «Ο Γιώργος ήδη συνεργάζεται με το “ΣΥΝ 1”. Εγώ προσωπικά δεν θα το ήθελα τώρα γιατί το θεωρώ πάρα πολύ δύσκολο, με υπερβαίνει. Μιλάω αποκλειστικά για μένα. Ή… θα γινόταν μετά από 2 χρόνια στούντιο – και θα είχα τσακωθεί με όλους κάτι που δεν έχει και νόημα Είμαι στριμμένος! Δεν έχω την υπομονή, δεν είμαι δάσκαλος, καθόλου».

Γ.Τ. «Εμείς μπαίνουμε στη διαδικασία της συνεργασίας – αλλά με ανθρώπους που ακούνε. Ερχονται για παράδειγμα γονείς στα θεατροπαιχνίδια και μας λένε “θα γίνει εμένα το παιδί μου ηθοποιός;” Οχι! Δεν είναι αυτό το θέμα. Θεατρικό παιχνίδι δεν σημαίνει “παίρνω ένα παιδί και το κάνω ηθοποιό!”. Σε μορφές συνεργασίας λοιπόν, όπου υπάρχει χνότιασμα στις ιδέες μας, στους στόχους μας, στις απόψεις μας, είμαστε ανοιχτοί. Πράγματα μακριά από τον δικό μας προσανατολισμό, δεν τα κάνουμε».

Α.Κ. «Η ΚΟΙΝΣΕΠ δίνει σε όλους μας μια ανεξαρτησία: Ο Γιώργος κάνει κάπου μια σκηνοθεσία, μπορεί να έρθει η Γιώτα η Μηλίτση και να κάνει ένα μονόλογο… Κάνουμε πράγματα μαζί, αλλά μπορεί και ο καθένας να κάνει τις δικές του δουλειές, τις δικές του επιλογές, ανεξάρτητα. Η εταιρεία μας είναι η φωλιά, μέσα από την οποία μπορεί καθένας μας να εκφραστεί. Δεν χρειάζεται τις δικές μου απόψεις να τις έχουν όλοι!».

Γ.Τ. «Επίσης όσον αφορά τις συνεργασίες, ακόμα και ντόπιο δυναμικό που δεν είναι υπό τη σκέπη μας μπορούμε να το καλέσουμε, να έχουμε ανταλλαγή. Π.χ. ο Αντώνης ο Κρόμπας που είναι Καλαματιανός και έχει δικές του παραστάσεις στην Αθήνα άνετα μπορεί να έχει μια μορφή συνεργασίας με εμάς εδώ στην πόλη. Επίσης η Γιούλικα η Σκαφιδά, ο Θανάσης ο Κουρλαμπάς… παιδιά δηλαδή που δραστηριοποιούνται στο χώρο και ενδιαφέρονται».

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΚΙ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ…

Α.Κ. «Δεν είμαστε ένα κλειστό κλαμπ. Εμείς φτιάξαμε έτσι την εταιρεία για έναν απλό λόγο: Για να μπορούμε να κόβουμε και εισιτήρια».

Γ.Τ. «Ουσιαστικά η ΚΟΙΝΣΕΠ είναι η νομική μας κάλυψη για τις αναζητήσεις μας. Κι αυτές εκτείνονται σε διάφορους χώρους. Συζητάμε τώρα με το Νίκο Καλαρά -ο οποίος είχε γυρίσει και μια ταινία για τη “Μαύρη Θύελλα”- να κάνουμε ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής. Ή και κάποια μαθήματα κινηματογραφικών πλάνων, ας πούμε για γονείς που θέλουν να τραβήξουν τα παιδιά τους σ’ ένα βίντεο… ή για τον κόσμο που όλο και περισσότερο τραβάει πλάνα της καθημερινότητάς του».

– Και με τις υπόλοιπες καλλιτεχνικές ομάδες της Καλαμάτας (όπως για παράδειγμα με το Καλλιτεχνικό Στέκι, με φωτογράφους, με γλύπτες) υπάρχουν σκέψεις συνεργασίας;

Γ.Τ. «Ναι, οπωσδήποτε ναι! Απλώς επειδή είμαστε πολύ νεοσύστατοι δεν έχουμε ακόμα ένα συγκεκριμένο πλάνο για αυτές τις κινήσεις. Ομως ένας πρωταρχικός μας στόχος είναι η “ενοποίηση” φορέων, η συνεργασία και αλληλεπίδραση μεταξύ φορέων και ανθρώπων της πόλης που έχουν αντικείμενό τους τον πολιτισμό – οπότε σε όλα αυτά είμαστε ανοιχτοί…».

https://www.eleftheriaonline.gr