Αποσαφηνίζοντας χρήσιμες έννοιες περί Κοινωνικής Οικονομίας


Εάν αποφασίσετε την δημιουργία της δικής σας ΚοινΣΕπ και έχετε μια καλή ιδέα που πληροί τα κριτήρια του νόμου 4430/2016 ελάτε σε επαφή μαζί μας από εδώ για να σας βοηθήσουμε με την 10χρονη εμπειρία μας στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας και στην Δημιουργία άνω των 620 Επιτυχημένων ΚοινΣΕπ


Τι είναι η κοινωνική οικονομία;

Όι ορισμοί που έχουν προταθεί για την κοινωνική οικονομία είναι τόσο ετερογενείς όσο και οι πρακτικές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. ‘Ενας σαφής και κατανοητός ορισμός είναι ο ακόλουθος:

Η κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που διεξάγονται από συλλογικές πρωτοβουλίες και εμφορούνται από τις εξής αρχές:

  • Δίνουν προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών τους, καθώς και της ευρύτερης κοινότητας, και όχι στο κέρδος.
  • ‘Εχουν αυτόνομη διοίκηση, δηλαδή αποφασίζουν αυτόνομα τον τρόπο λειτουργίας τους.
  • Εφαρμόζουν δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων με βάση την αρχή «ένα μέλος μία ψήφος» ανεξάρτητα από τη συνεισφορά του κάθε μέλους στο κεφάλαιο.
  • Κατά τη διανομή των κερδών, προβάδισμα έχουν τα μέλη και οι εργαζόμενοι/ες έναντι του κεφαλαίου.

Συνεπώς, θα λέγαμε ότι: Η κοινωνική οικονομία είναι μια μεγάλη οικογένεια που περιλαμβάνει μια πληθώρα πρακτικών, όπως οι συνεταιρισμοί, οι κοινωνίες αλληλοβοήθειας, οι σύλλογοι/ενώσεις προσώπων, τα κοινωφελή ιδρύματα και οι κοινωνικές επιχειρήσεις.

Μια προσπάθεια θεωρητικής θεμελίωσης της κοινωνικής οικονομίας βασίζεται στo έργο του Πολάνυι (2007). Σύμφωνα με αυτό, το σφάλμα της κυρίαρχης οικονομικής επιστήμης είναι ότι θεωρεί πως όλες οι οικονομίες βασίζονται στην απρόσωπη αγοραία συναλλαγή. Αυτή η συνθήκη επικράτησε σε μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή των δυτικών κοινωνιών και σχετίζεται με τη μετατροπή της εργασίας, της γης και του χρήματος σε εμπορεύματα. Επίσης, ακόμα και σε κοινωνίες όπου υπάρχουν αγορές, αυτές συνυπάρχουν με άλλες λειτουργικές αρχές: την αναδιανομή και την αμοιβαιότητα. Η αναδιανομή προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κεντρικής αρχής (κράτος) η οποία ορίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις και διανέμει πόρους σε είδος και χρήμα. Η αμοιβαιότητα προϋποθέτει τη συμμετρικότητα, δηλαδή ότι κάθε πλευρά που λαμβάνει ένα δώρο έχει κίνητρο να ανταποκριθεί προσφέροντας ένα αντιδώρο (κοινότητα).

Με αυτό το σκεπτικό, η οικονομία διακρίνεται σε τρεις τομείς: την αγορά, το κράτος και την κοινότητα. Σε κάθε τομέα συνυπάρχουν όλες οι λειτουργικές αρχές, αλλά μία γίνεται κυρίαρχη, ενώ οι άλλες υποτάσσονται. ‘Ετσι, το ειδοποιό χαρακτηριστικό της αγοράς είναι η κυριαρχία της αγοραίας χρηματικής συναλλαγής και, συνακόλουθα, η υποταγή σε αυτήν των μη αγοραίων και μη χρηματικών πράξεων. Επίσης, τυπικές και άτυπες πρακτικές συνυπάρχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε όλους τους το μείς (η κοινότητα χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από άτυπες οικονομικές σχέσεις· τέτοιες σχέσεις όμως μπορούν να αναπτυχθούν και στην αγορά, όπως τα δώρα σε πελάτες). Επιπλέον, σε κάθε τομέα αναπτύσσονται κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες (π.χ. μια δημόσια επιχείρηση μπορεί να είναι κερδοσκοπική και ταυτόχρονα να λειτουργεί αναδιανεμητικά διαφοροποιώντας την τιμολογιακή πολιτική της με βάση τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του πελάτη). Τέλος, μια άλλη σημαντική διάκριση σχετίζεται με τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων σε κάθε τομέα. Ακόμα και στην αγορά, μπορούμε να εντοπίσουμε οικονομικές σχέσεις που δεν εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντα των συναλλασσόμενων μερών, αλλά έχουν ευρύτερη κοινωνική λειτουργία (π.χ. εταιρική κοινωνική ευθύνη).

Σχηματικά, η κοινωνική οικονομία βρίσκεται στο επίκεντρο της διάδρασης ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινότητα και, αντίστοιχα, ανάμεσα στις κυρίαρχες λειτουργικές τους αρχές, δηλαδή την αγοραία, τη μη αγοραία και τη μη χρηματική οικονομία. Η θέση της στο επίκεντρο αυτής της διάδρασης εξηγεί τη μοναδικότητά της (δεν ανάγεται αποκλειστικά σε κανέναν από τους άλλους τομείς), τη δυσκολία της μονοσήμαντης πολιτικής της οριοθέτησης (μια κοινωνική επιχείρηση μπορεί να υποστηριχθεί από φιλελεύθερους ως απόπειρα επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων στο πλαίσιο της αγοράς αλλά και από αντικαπιταλιστές ως αυτόνομη παρέμβαση των από τα κάτω), καθώς και την πολλαπλότητα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει (ανταγωνισμός στην αγορά, τήρηση υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος, διατήρηση κοινοτικών δεσμών και σχέσεων). Εν κατακλείδι, η θέση της κοινωνικής οικονομίας αποτελεί ταυτόχρονα τη δύναμη και την αδυναμία της.

Τι είναι η αλληλέγγυα οικονομία;

Ό όρος αλληλέγγυα οικονομία συνδέθηκε με την εμπειρία των ριζοσπαστικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική, αλλά σταδιακά έγινε δημοφιλής και σε χώρες της Ευρώπης και πρόσφατα στην Ελλάδα της κρίσης. Η αλληλέγγυα οικονομία περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν μια διπλή στόχευση:

  • Όικονομική, διότι επιχειρούν να δημιουργήσουν οικονομικές σχέσεις με βάση την αμοιβαιότητα.
  • Πολιτική, διότι επιχειρούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν αυτόνομους δημόσιους χώρους όπου συζητούνται σκοποί και μέσα.

Τον τελευταίο καιρό η ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των πρακτικών που αναδύθηκαν εντός των ριζοσπαστικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής και εδραιωμένων παραδειγμάτων στην Ευρώπη (συνεταιρισμοί) είχαν ως αποτέλεσμα οι όροι κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία να χρησιμοποιούνται συχνά μαζί ή εναλλάξ χωρίς να σηματοδοτούν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.

Τι είναι ο συνεταιρισμός;

Ο συνεταιρισμός είναι μια αυτόνομη και εθελοντική ένωση προσώπων τα οποία έχουν σκοπό να εξυπηρετήσουν τις οικονομικές, τις κοινωνικές και τις πολιτισμικές ανάγκες και επιδιώξεις τους μέσω μιας συμμετοχικής και δημοκρατικά ελεγχόμενης επιχείρησης.

‘Ενας συνεταιρισμός διέπεται από τις 7 ακόλουθες αρχές, όπως συμφωνήθηκαν από τη Διεθνή Συνεταιριστική Συμμαχία (International Cooperative Alliance – ICA):1

  1. Εθελοντική και ανοιχτή συμμετοχή: Όι συνεταιρισμοί είναι εθελοντικές ενώσεις, ανοιχτές σε όλα τα πρόσωπα τα οποία είναι ικανά να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες τους και να αποδεχτούν με προθυμία τις ευθύνες που συνεπάγεται η ιδιότητα του μέλους, χωρίς έμφυλες, κοινωνικές, φυλετικές, πολιτικές και θρησκευτικές διακρίσεις.
  2. Δημοκρατικός έλεγχος από τα μέλη: Όι συνεταιρισμοί είναι δημοκρατικές οργανώσεις οι οποίες ελέγχονται από τα μέλη τους, τα οποία συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της στρατηγικής τους και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Όι άνδρες και οι γυναίκες που εκλέγονται ως αιρετοί αντιπρόσωποι λογοδοτούν στα μέλη. Στους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς τα μέλη έχουν ίσα δικαιώματα ψήφου («ένα μέλος μία ψήφος»). Όι συνεταιρισμοί σε ανώτερα επίπεδα (δευτεροβάθμιοι συνεταιρισμοί – ομοσπονδίες) οργανώνονται επίσης με δημοκρατικό τρόπο.
  3. Οικονομική συμμετοχή μελών: Τα μέλη συμμετέχουν ισότιμα και ελέγχουν δημοκρατικά το κεφάλαιο του συνεταιρισμού. Τουλάχιστον μέρος του κεφαλαίου αποτελεί κοινή ιδιοκτησία του συνεταιρισμού. Τα μέλη λαμβάνουν συνήθως περιορισμένη ή καθόλου απόδοση για το κεφάλαιο που καταβάλλουν ως προϋπόθεση για την εγγραφή τους (συνεταιριστική μερίδα). Τα μέλη κατανέμουν τα πλεονάσματα σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες χρήσεις: για την ανάπτυξη του συνεταιρισμού, πιθανώς με τη δημιουργία αποθεματικών εκ των οποίων τουλάχιστον ένα μέρος είναι αδιαίρετο, για την ωφέλεια των μελών ανάλογα με τις συναλλαγές τους με το συνεταιρισμό και για την υποστήριξη άλλων δραστηριοτήτων που εγκρίνονται από τα μέλη.
  4. Αυτονομία και ανεξαρτησία: Όι συνεταιρισμοί είναι αυτόνομες οργανώσεις αυτοβοήθειας οι οποίες ελέγχονται από τα μέλη τους. Σε περίπτωση που συνάψουν συμφωνίες με άλλους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων, ή αν αυξήσουν το κεφάλαιό τους από εξωτερικές πηγές, το πράττουν με τρόπο που να διασφαλίζει τον δημοκρατικό έλεγχο των μελών και τη διατήρηση της αυτονομίας του συνεταιρισμού.
  5. Εκπαίδευση, κατάρτιση και πληροφόρηση: Όι συνεταιρισμοί παρέχουν εκπαίδευση και κατάρτιση στα μέλη τους – τους αιρετούς αντιπροσώπους, τα διοικητικά στελέχη και τους/τις εργαζομένους/ες, ώστε να συνεισφέρουν αποτελεσματικά στην ανάπτυξη της επιχείρησης. Επίσης, ενημερώνουν το ευρύ κοινό, και ιδιαίτερα τους/τις νέους/ες και τα πρόσωπα που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, για τη φύση και τα οφέλη του συνεργατισμού.
  6. Συνεργασία με άλλους συνεταιρισμούς: Όι συνεταιρισμοί υπηρετούν τα μέλη τους πιο αποτελεσματικά και ενδυναμώνουν το συνεταιριστικό κίνημα όταν συνεργάζονται σε τοπικά, περιφερειακά και διεθνή δίκτυα.
  7. Ενδιαφέρον για την κοινότητα: Όι συνεταιρισμοί δραστηριοποιούνται με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη της κοινότητας στην οποία εδράζονται μέσα από στρατηγικές που εγκρίνονται από τα μέλη τους.

Τι είναι η κοινωνική επιχείρηση;

Το ερευνητικό δίκτυο EMES2 έχει διαμορφώσει 9 κριτήρια για τον ορισμό των κοινωνικών επιχειρήσεων:

Ξεκινώντας από τα οικονομικά κριτήρια, παρατηρούμε ότι η έμφαση στη συνεχή οικονομική δραστηριότητα έχει ως στόχο να οριοθετήσει τις κοινωνικές επιχειρήσεις έναντι άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Το κριτήριο της αυτονομίας τονίζει ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις, ακόμα και αν δέχονται κρατικές επιχορηγήσεις, επιδιώκουν την αυτοτέλεια της διοίκησής τους. Η ανάληψη ρίσκου χαρακτηρίζει την επιχειρηματική πρωτοβουλία, ενώ το κριτήριο της αμειβόμενης εργασίας διαχωρίζει τις κοινωνικές επιχειρήσεις από τις εθελοντικές ομάδες.

Σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά κριτήρια, η κοινωνική αποστολή βρίσκεται στο επίκεντρο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και δεν θεωρείται συμπληρωματική λειτουργία. Το κριτήριο της συλλογικής πρωτοβουλίας υπογραμμίζει ότι πρόκειται για εγχειρήματα που απαιτούν τη δημιουργία ομάδας. Επίσης, δίνεται σημασία στην αξία των συνεταιριστικών αρχών, και συγκεκριμένα στην αρχή «ένα μέλος μία ψήφος», ενώ τίθενται και τα ζητήματα της συμμετοχικότητας και της δημοκρατικής διοίκησης – διάσταση η οποία έχει ενσωματωθεί στις νομικές μορφές που έχουν θεσμοθετηθεί για τις κοινωνικές επιχειρήσεις σε διάφορες χώρες της ΕΕ. Τέλος, οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν απαγορεύουν τη διανομή των κερδών, αλλά θέτουν περιορισμούς, ώστε να μην καθορίσει η μεγιστοποίηση του κέρδους τη λειτουργία τους. Aυτά τα κριτήρια καθορίζουν εν πολλοίς και τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνονται τα βήματά μας για τη δημιουργία μιας κοινωνικής επιχείρησης. – πηγή