Η Ελληνική Κατάρρευση και η Ελπίδα της Κοινωνικής Οικονομίας


Εάν αποφασίσετε την δημιουργία της δικής σας ΚοινΣΕπ και έχετε μια καλή ιδέα που πληροί τα κριτήρια του νόμου 4430/2016 ελάτε σε επαφή μαζί μας από εδώ για να σας βοηθήσουμε με την 10χρονη εμπειρία μας στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας και στην Δημιουργία άνω των 600 Επιτυχημένων ΚοινΣΕπ


“Όμως τα διαρθρωτικά προβλήματα ακτινοβολούν στην κοινωνία και η αδυναμία στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων αποτελεί το σημείο, την πρακτική εκδοχή της απόκλισης της ελληνικής κοινωνίας από αρκετές ευρωπαϊκές. Η συνολική οικονομία της χώρας κατέρρευσε γιατί αποτελούσε παράρτημα της δημόσιας οικονομίας. Οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν εκτεθειμένες σε επισφαλή τραπεζικά προϊόντα και τοποθετήσεις, αντίστοιχα με αυτά που δηλητηρίασαν την αμερικανική οικονομία. Οι αρχικοί φόβοι για την επανάληψη μιας κρίσης των τραπεζών βρέθηκαν στο επίκεντρο της κυβερνητικής πρόνοιας ήδη το 2007. Η ενίσχυση των τραπεζών και η υποστήριξη της κατανάλωσης είχαν τότε βραχυπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα. Όμως, το βαθύ διαρθρωτικό πρόβλημα της χώρας απαιτούσε και το δημοσιονομικό του ισοδύναμο. Περιοριστικές πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν υποστηρίχθηκαν από τις κοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις, τους κοινωνικούς εταίρους και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης σε ηθικό και αισθητικό επίπεδο. Οι πολίτες δεν άκουγαν την αλήθεια και προτιμούσαν την ψεύτικη πραγματικότητα.

Η πίεση της κοινωνίας ήταν προς την κατεύθυνση του πληθωρισμού. Αξιοσημείωτη, μέχρι και σήμερα, υπήρξε η πλήρης απουσία των ακαδημαϊκών από την άρθρωση ενός μεταρρυθμιστικού λόγου που να υποστηρίζει την αποσύνδεση της ιδιωτικής οικονομίας από τη δημόσια πατρωνεία και την αποσύνδεση της δημόσιας οικονομίας από την πολιτική τάξη και τον αυταρχισμό της.

Το συνεχές της οικονομικής κατάρρευσης έλαβε στην Ελλάδα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η αδυναμία πρόσβασης σε αναχρηματοδότηση του υπέρογκου εξωτερικού δανεισμού συνδυάστηκε με εξάντληση των εργαλείων και πρακτικών εσωτερικού δανεισμού του δημοσίου από τις ιδιωτικές τράπεζες. Αυτό επιβάρυνε πάρα πολύ την κεφαλαιακή τους επάρκεια αφού τις χρέωσε με ελληνικά ομόλογα μηδενικής -όπως εξελίχθηκε- αξίας. Η πολιτική κεφαλαιακής υποστήριξης των τραπεζών μετατράπηκε εν μια νυκτί σε πολιτική ακραίας αφαίμαξής τους, πρώτα με τον επίμονο βραχυχρόνιο δημόσιο δανεισμό (έντοκα γραμμάτια), κατόπιν με το σπιράλ της εξόδου των καταθέσεων και εν τέλει με την περικοπή των κεφαλαιακών διαθεσίμων των τραπεζών μέσα από την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους που κατείχαν με τη μορφή ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Η πολιτική αυτή επηρέασε καθοριστικά και την κυπριακή τραπεζική αγορά ως τον τελικό χαμό της το Μάρτιο του 2013.

Η διαπίστωση πως στην ελληνική κοινωνία έλειπε από καιρού μια καλά αρθρωμένη αστική τάξη είναι μια άλλη διατύπωση για το γεγονός πως η κρίση και η κατάρρευση έφθασαν και εξελίχθηκαν σχεδόν ανύποπτα για τους περισσότερους. Η απουσία μιας υγιούς επιχειρηματικής τάξης και η ισοδύναμη ανικανότητα των πανεπιστημίων να συνεργαστούν με την αγορά και την κοινωνία δημιούργησαν μια αφασία της αγοράς: έλειπαν τα αυτιά και τα μάτια που θα πρόσεχαν εν τη αφίξη της την οικονομική λαίλαπα. Η αξιοσημείωτη απουσία αντανακλαστικών στους ακαδημαϊκούς, τους δημοσιογράφους και κυρίως τους επιχειρηματίες αποδεικνύει και τον κατ όνομα χαρακτηρισμό τους, αφού στην ουσία λειτουργούσαν ως παράγοντες του πολιτικά ελεγχόμενου κρατικοπολιτικού τομέα, χωρίς τα ανεξάρτητα –δηλαδή ιδιωτικά- αντανακλαστικά.

Το συνεχές της κατάρρευσης εξελίχθηκε σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις, όσον αφορά στο κράτος και την κοινωνία με την αγορά της. Είναι πια ορατό, ακόμα και σε αυτούς που δε μπορούσαν να το αντιληφθούν ή να το προβλέψουν τα προηγούμενα χρόνια, πως η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα. Όσο το δημόσιο καθαρίζει τις θέσεις του και οι ρυθμίσεις του χρέους διαδέχονται η μια την άλλη, τόσο περισσότερο μετατρέπεται η δημοσιονομική κρίση σε κοινωνική, οικονομική, κρίση της αγοράς. Η λεγόμενη κοινωνία, οικονομία και αγορά στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ακόμα. Εννοούν εαυτούς ως σάρκα από τη σάρκα της πολιτικοκρατικής μηχανής. Για αυτό και δεν υποστήριξαν ούτε και επιδιώκουν τη συμμετοχή τους (ακόμα, ακόμα την πρωτοπορία τους) στην προσπάθεια ανασυγκρότησης και εξορθολογισμού. Αρνούνται πεισματικά να απογαλακτιστούν και να αναπτυχθούν. Η προοπτική της ανεξαρτησίας από το αυταρχικό πολιτικό σύστημα δεν τις συγκινεί.

Έτσι, ενώ η διαδικασία της ρύθμισης του δημοσίου χρέους εξελίσσεται πια σήμερα με αισιόδοξο ορίζοντα, οι από τα πάνω προσπάθειες του κράτους και των εταίρων του να αναδιαμορφώσουν την ελληνική κοινωνία δε βρίσκει τους φυσικούς συμμάχους που θα ανέμενε κανείς. Η ορατή δύναμη των δημοσίων υπαλλήλων κάνει αισθητή την παρουσία και τη δυσφορία της με τη χρήση της συγκεκαλυμμένης ή επίμονης απεργίας και το παλιό πολιτικό προσωπικό αναλώνει την πολύτιμη ζωτικότητά του στην πελατειακή διαχείριση της διατήρησης του υπέρογκου πλήθους και ίχνους δραστηριοτήτων της. Κανείς από αυτούς που έχουν δύναμη και λόγο δεν επιθυμεί να περιοριστεί το εύρος δραστηριοτήτων και παρεμβάσεων του κράτους. Οι επιχειρηματίες και οι νέοι δεν εκπροσωπούνται. Η ιδιωτική οικονομία και η παιδεία είναι θεσμοί που δεν εξυπηρετούν σήμερα τους ανθρώπους τους, δηλαδή είναι συγκροτημένοι πλασματικά και κατ επίφαση.

Η αντίστροφη πορεία της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της κοινωνικής αποσάθρωσης δεν οφείλεται σημειακά στις πολιτικές αναδιαμόρφωσης του χρέους, ούτε στις συστατικές τους μεθόδους της περιστολής του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το σύστημα που κτίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες είναι εγγενώς πληθωριστικό. Δε μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά. Η κατάληψη του χώρου των επιχειρήσεων και της παιδείας, καθώς και του κοινωνικού χώρου (συνεταιρισμοί, σωματεία, εργατική εκπροσώπηση, πανεπιστήμια) από τους πάτρωνες του δημόσιου χώρου εκβάλλει σήμερα ως μια διαδικασία δομικής ρήξης μεταξύ των πολιτικών διαχειριστών της οικονομίας και των φυσικών της φορέων, δηλαδή των επιχειρηματιών και των νέων. Τα συμφέροντά τους αποκλίνουν. Η νέες εντάσεις θα προέλθουν από αυτούς τους «ελεύθερους πολιορκημένους» και το ασφυκτικό πολιτικό-κρατικό σύστημα που έχει οχυρωθεί και ορίζει το διαθέσιμο χρήμα.

Είναι ειρωνικό, όμως η συζήτηση για την Κοινωνική Οικονομία τώρα παίρνει τη διάσταση που της αρμόζει. Η Κοινωνική Οικονομία είναι η μήτρα και της δημόσιας και της ιδιωτικής. Είναι ιδιωτική στη φύση της και πέρα για πέρα δημόσια στους σκοπούς της. Ανακυκλώνει το κοινωνικό κεφάλαιο και έχει νόημα όπου υπάρχει ιδιωτική σφαίρα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ως φορέας κοινωνικού φιλελευθερισμού και εκδημοκρατισμού των αγορών κεφαλαίου και εργασίας (Νασιούλας, 2012). Στην Ελλάδα της κρίσης, η συζήτηση για την Κοινωνική Οικονομία οφείλει να είναι συζήτηση για την επανάσταση της ιδιωτικής οικονομίας.

Συχνά συζητούμε για την Κοινωνική Οικονομία ως μια παραπληρωματική, οιονεί οικονομική δραστηριότητα, μια ασόβαρη υπόθεση, χωρίς οικονομικό ίχνος και πρακτική σημασία. Τονίζουμε τα ηθικά και αισθητικά της στοιχεία και την αναδεύουμε με πληθωρισμούς και φιλολογισμούς ιδεολογικά προσανατολισμένους στις ουτοπίες. Η βαθιά άγνοια της ιστορικότητας που γέννησε την Κοινωνική Οικονομία είναι το πρόβλημα.

Τώρα, η συζήτηση για την Κοινωνική Οικονομία συναντά την περίσκεψη για τη νέα οικονομία που ονειρευόμαστε στην Ελλάδα. Πριν, η Κοινωνική Οικονομία φαινόταν να στοχεύει στην κοινωνική και επαγγελματική ένταξη των μη-προνομιούχων. Αλλά, στην Ελλάδα της κατάρρευσης, μη-προνομιούχοι και ευάλωτοι είναι πια οι περισσότεροι. Η νέα, καινοτομική επιχειρηματικότητα και η Κοινωνική Οικονομία ταυτίζονται με την κοινωνική καινοτομία και την ανάγκη για μια επανάσταση από τα μέσα και τα κάτω.

Όχι οι συμβατικά ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αλλά οι νέοι, οι επιστήμονες, οι επιχειρηματίες και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων οφείλουν να έλθουν στο επίκεντρο της κοινωνικής πολιτικής μέσα από την αγορά. Η Κοινωνική Οικονομία της αγοράς, όπως την αντιλαμβάνεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ένας συμπεριληπτικότερος όρος, που περιγράφει καλύτερα το ζητούμενο: δεν είναι η κοινωνική και επαγγελματική ένταξη πια – είναι η οικοδόμηση βιώσιμης ιδιωτικής οικονομίας που να τους χωράει όλους.

«Στις βιομηχανικές κοινωνίες, αναγνωριζόταν πως καταστάσεις όπως η ανεργία ή η ασθένεια δεν εξαρτώντο μόνο από την ατομική ευθύνη, αλλά από παράγοντες πέρα από τον έλεγχο του ατόμου και είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις για ολόκληρη την κοινωνία. Αφ ης στιγμής το θεμελιώδες στοιχείο της προστασίας παρεχόταν από την εργασία, τα γεγονότα που για διάφορους λόγους απέτρεπαν ένα άτομο από το να εργαστεί – ασθένεια, ατύχημα, ανεργία ή μεγάλη ηλικία – αναλάμβαναν τα χαρακτηριστικά «κοινωνικής επισφάλειας» και ενείχαν την αναγνώριση του δικαιώματος για δημόσια προστασία. Επειδή αυτά τα αρνητικά γεγονότα και η συχνότητά τους ήταν ξεκάθαρα διακριτά, μπορούσαν να αναλυθούν, να προβλεφθούν και να συνεπάγονται προστασίας από μηχανισμούς ασφαλείας.

Στις πιο πρόσφατες δεκαετίες, οι αλλαγές για τις οποίες συζητούμε προκάλεσαν την εμφάνιση «νέων κοινωνικών επισφαλειών». Σύμφωνα με τους Taylor και Gooby (2004a) αυτές οι επισφάλειες είναι καινοφανείς με δύο τρόπους: αφ ενός, επεκτείνονται σταδιακά, ακόμα και αν ήδη ήταν παρούσες στις βιομηχανικές κοινωνίες και αφ ετέρου μόνον τα τελευταία χρόνια αναγνωρίστηκε ο κοινωνικός και όχι ατομικός τους χαρακτήρας. Παρόλα αυτά, τα χαρακτηριστικά αυτών των νέων επισφαλειών είναι πρακτικώς τόσο διαφορετικά από τις «παλιές κοινωνικές επισφάλειες» που απαιτούν επανακαθορισμό της έννοιας της κοινωνικής επισφάλειας, αν θέλουμε να τις αναγνωρίσουμε με τον αρμόζοντα τρόπο.

Στην ανάλυση επισφαλειών (risk analysis), η επισφάλεια ορίζεται ως η πιθανότητα εμπειρίας μιας αρνητικής συνέπειας ή μιας αξιομνημόνευτης βλάβης, ως αποτέλεσμα ενός ή περισσότερων παραγόντων (risk factors0. Το αρνητικό αντίκτυπο που ξεκάθαρα εντοπιζόταν στις βιομηχανικές κοινωνίες ήταν η απώλεια της μόνιμης θέσης εργασίας, και ως αποτελέσματος, της ευκαιρίας για έναν ασφαλή μισθό. Η κοινωνική προστασία για την επισφάλεια στόχευε βασικά στην επανενσωμάτωση εκείνου του εισοδήματος που δεν εξασφαλιζόταν από τη θέση εργασίας » (Ranzi, 2012, 14).

Εκτίμησή μου είναι πως η βίαια αναδιάρθρωση, προσαρμογή και σε διάφορα πεδία κατάρρευση θα θεσμοποιήσει τις νέες κοινωνικές επισφάλειες και θα τις αντιστοιχίσει στα διαρθρωτικά τους θεμέλια εντός της ελληνικής κοινωνίας. Όσο αυτά παραμένουν ανέπαφα, οι νέες κοινωνικές επισφάλειες θα διατηρούν ένα γενικό, κοινωνικό χαρακτήρα που μπορεί να εκβάλλει ως στάσιμη ανεργία άνω του 20%, γενικευμένη αποεπένδυση, χαμηλή αυτοαπασχόληση, αναιμικές και θνησιγενείς ενάρξεις νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και επιμονή στην επιχειρηματικότητα ανάγκης. Κινδυνεύουμε να ξαναγυρίσουμε σε μια νέα, δραματική εκδοχή της συνοικιακής οικονομίας του μπακάλικου. Όμως, η πραγματικότητες του 2010 και εξής δε θα έχουν το γνώριμο, ζεστό και καλοσυνάτο χαρακτήρα των παλιών, καλών ελληνικών ταινιών.

Η διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας είναι συντελεσμένη και ανεπίστρεπτη. Η πολυμερής πολιτική βούληση για την παραμονή της χώρας στο Ευρώ (και στην Ευρωπαϊκή Ένωση…) πρέπει να ακουστεί, όχι μόνον με ανακούφιση, αλλά και με την αρμόζουσα περίσκεψη. Η διαδικασία της δημοσιονομικής και οικονομικής αναδιάρθρωσης θα γίνει αισθητή ως πτώχευση. Δε πρέπει να το αγνοούμε αυτό. Μόνο που αυτή τη φορά δε θα υπάρχει ευρεία και γενικευμένη δυνατότητα υποκατάστασης των εισαγωγών, όπως δε διαθέτουμε την άνεση (και τις αιματηρές επισφάλειες) της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, όντας μέλη νομισματικής ένωσης.

Ιδεολογικές εκφράσεις αυτής της αντινομικής σχέσης μεταξύ απομονωμένης οικονομίας και απαιτήσεων που απορρέουν από την πραγματικότητα της ΟΝΕ θα είναι οι επίμονες αφηγήσεις περί υπανάπτυξης (underdevelopment), εξάρτησης (dependency) και παγκοσμιοποίησης (Νασιούλας, 2013). Η πολιτική τους περιγραφή θα λάβει τα αναμενόμενα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αντίστοιχα των ρητορικών του ’80. Οι αντίστοιχες κοινωνικές μάζες που τότε αντιμετώπισαν την οργανική σύνδεση στην ΕΟΚ ως κυρίαρχο στοιχείο επισφάλειας δε συμβιβάστηκαν ποτέ με τις πραγματικές απαιτήσεις αυτού του εγχειρήματος και επέτυχαν να το μετατρέψουν στην ελληνική του εκδοχή με κεντροαφρικανικά και σοβιετικά χαρακτηριστικά. Τώρα, που η -στην πράξη και όχι στα λόγια- άρθρωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση επιβάλλεται με εξωτερική πίεση, οι θεωρήσεις αυτές θα επανέλθουν δυναμικά .

Ολόκληρο το θεωρητικό μου έργο βασίζεται σε αυτές τις παραδοχές, που τώρα αποτελούν πολιτικές προτεραιότητες ως μέλους της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα. Στη συνεργασία μου με εκπροσώπους της κεντρικής ή της τοπικής πολιτικής διοίκησης, στη χώρα μας και αλλού, επιμένω να απεμπλακούμε από τη σχηματική άποψη που οι πολιτικοί έχουν παγιώσει για την Κοινωνική Οικονομία. Η Κοινωνική Οικονομία ξεκινάει από τα θεμέλια: υπάρχει ως βάση της ιδιωτικής και αρθρώνει τους δημόσιους σκοπούς, νομιμοποιώντας τους στο επίπεδο της ελεύθερης αγοράς. Προστατεύει το δημόσιο συμφέρον και το αναζητά. Τώρα, οι πολιτικές ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας φιλοδοξούμε να αποτελέσουν τη ναυαρχίδα των ελληνικών προσπαθειών. Οι νέοι, οι επιστήμονες, οι επιχειρηματίες, οι κάτοικοι των πόλεων είναι οι κοινωνικές δυνάμεις της αγοράς που θα κτίσουν την ιστορία της ελληνικής επιτυχίας στην έξοδο από την καταστροφή και την μιζέρια. Η κοινωνική καινοτομία, η Κοινωνική Οικονομία και η νέα επιχειρηματικότητα είναι τα οχήματα για αυτή την πολυπόθητη αλλαγή”.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Κοινωνικές Επιχειρήσεις – Clusters και Δίκτυα στην Κοινωνική Οικονομία. Θεωρία, Ευρωπαϊκή Εμπειρία και η Ελληνική Περίπτωση. Εκδόσεις Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικονομίας.