Δυνατότητες και κέρδη από την καλλιέργεια κηπευτικών


Εάν αποφασίσετε την δημιουργία της δικής σας ΚοινΣΕπ και έχετε μια καλή ιδέα που πληροί τα κριτήρια του νόμου 4430/2016 ελάτε σε επαφή μαζί μας από εδώ για να σας βοηθήσουμε με την 10χρονη εμπειρία μας στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας και στην Δημιουργία άνω των 620 Επιτυχημένων ΚοινΣΕπ


Το κόστος εγκατάστασης των κηπευτικών είναι σημαντικά μικρό και δεν απαιτεί μεγάλες γεωργικές εκτάσεις. Το ύψος της ελληνικής παραγωγής σε κηπευτικά ανέρχεται σε 4 εκατ. τόνους και αντιστοιχεί στο 8,6 % της κοινοτικής παραγωγής. Τα λαχανικά είναι λίαν απαραίτητα για την καθημερινή διατροφή των ανθρώπων όλων των ηλικιών.
Ικανοποιητικό εισόδημα, μικρός κύκλος παραγωγής, ελλειμματική αγορά, με τη χώρα μας να υπερέχει έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών λόγω κλίματος και πρωιμότητας, εύκολη πρόσβαση στις αγορές και εκκίνηση με μικρό αρχικό κεφάλαιο.
Μακρά είναι η λίστα με τα πλεονεκτήματα της καλλιέργειας των κηπευτικών, που φαντάζει ικανή να εξασφαλίσει εγγυημένα κέρδη σε μια νέα οικογενειακή επιχείρηση που θέλει να δραστηριοποιηθεί στον αγροτικό τομέα.
Η ενασχόληση με τα κηπευτικά δεν προϋποθέτει μεγάλο αρχικό κεφάλαιο, δεδομένου πως το κόστος εγκατάστασης είναι σημαντικά μικρό και κατά δεύτερον δεν απαιτεί μεγάλες γεωργικές εκτάσεις.
Ο τομέας των λαχανικών και των φρούτων αποτελεί τον δυναμικότερο κλάδο για την ελληνική γεωργία, από άποψη όγκου παραγωγής, εμπορίας, απασχολούμενου ανθρώπινου δυναμικού, εισαγόμενου συναλλάγματος και κάλυψης σχεδόν του συνόλου των εγχώριων αναγκών σε αντίστοιχα προϊόντα. Η αύξηση των αποδόσεων στα λαχανικά αποδίδεται στη χρησιμοποίηση βελτιωμένου γενετικού υλικού, την εκμηχάνιση της καλλιέργειας και την αύξηση της επιφάνειας των υπό κάλυψη καλλιεργειών.
Η χώρα μας πλεονεκτεί έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών στην καλλιέργεια και την πρωιμότητα των κηπευτικών, λόγω της ηλιοφάνειας και του ήπιου γενικά και εύκρατου κλίματος. Μπορεί για τον λόγο αυτόν να γίνει ο «λαχανόκηπος» της Ευρώπης. Το ύψος της ελληνικής παραγωγής σε λαχανικά ανέρχεται σε 4 εκατ. τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 8,6% της κοινοτικής παραγωγής σε κηπευτικά.
 
Στον πρωτογενή τομέα
Στη σημερινή εποχή της κρίσης πολλοί είναι αυτοί που ήδη κατευθύνονται προς τον πρωτογενή τομέα, λόγω έλλειψης κάποιων άλλων επιλογών. Η καλλιέργεια κηπευτικών στην ύπαιθρο αλλά και στο θερμοκήπιο δίνει τη δυνατότητα στους νέους να ασχοληθούν με τον τομέα αυτόν, γιατί έχει πολλά πλεονεκτήματα. Συγκεκριμένα:
• Δεν απαιτεί μεγάλες εκτάσεις. Σήμερα για να είναι βιώσιμη μια γεωργική επιχείρηση που θα έχει ως βάση τις αροτραίες καλλιέργειες (σιτηρά, ενεργειακές καλλιέργειες, βαμβάκι κ.λπ.) θα πρέπει κάποιος να έχει μεγάλο αριθμό στρεμμάτων. Στα κηπευτικά οι εκτάσεις είναι μικρές.
• Δεν απαιτεί μεγάλο μηχανικό εξοπλισμό κατά την αρχική φάση. Μπορεί κάποιος να ξεκινήσει το γεωργικό επάγγελμα καλλιεργώντας κηπευτικά με όχι πολλά καλλιεργητικά μέσα.
• Δεν απαιτεί σημαντικό αρχικό κεφάλαιο για το πρώτο ξεκίνημα. Μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ξεκινήσει με κηπευτικά υπαίθρου και στην πορεία να δημιουργήσει πρόχειρες θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις.
• Ο καλλιεργητής παράγει προϊόντα και απευθύνεται σε μια αγορά που καταναλώνει λαχανικά (δεν είναι νέα προϊόντα). Εύκολα μπορεί να τα πουλήσει ο ίδιος και να έχει μερίδιο από την εμπορία του προϊόντος.
• Τα προϊόντα που παράγονται θεωρούνται επώνυμα, ποιοτικά, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει καλές τιμές και σταθερό πελατολόγιο.
Η εργασία που θα προσφέρει ο νέος αγρότης στην επιχείρηση που θα ασχολείται είτε με κηπευτικά υπαίθρου είτε με προϊόντα σε μικρές θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις, θα του εξασφαλίσει ένα εισόδημα που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις οικογενειακές του οικονομικές ανάγκες.
Τα λαχανικά μπορεί να καταναλωθούν κυρίως ως νωπά – φρέσκα (δεν έχουμε καμία απώλεια σε βιταμίνες κ.λπ.), αλλά και υπερκατεψυγμένα, κονσερβοποιημένα ή αφυδατωμένα (αποξηραμένα).
Τα έξοδα
Η παραγωγή πάντως των κηπευτικών προϊόντων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα και το κόστος απόκτησης των μέσων παραγωγής, όπως είναι οι καλλιεργητικοί σπόροι και το πολλαπλασιαστικό υλικό, τα λιπάσματα-εδαφοβελτιωτικά και τα φυτοφάρμακα, η αγορά και η συντήρηση γεωργικών μηχανημάτων, η ηλεκτρική ενέργεια και το πετρέλαιο.
Ως λαχανικά εννοούμε τα φυτά αυτά (μονοετή ή πολυετή ποώδη) που παράγουν προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται για τη διατροφή του ανθρώπου. Από τα φυτά αυτά παίρνουμε τους καρπούς, το φύλλωμα, το στέλεχος, το ρίζωμα, τους βολβούς ή τους κονδύλους. Ολοι σήμερα παραδέχονται την ανωτερότητα των λαχανικών για μια υγιεινή διατροφή. Είναι λίαν απαραίτητα σε καθημερινή βάση ως συμπλήρωμα της διατροφής του ανθρώπου όλων των ηλικιών, γιατί έχουν διαιτητική αξία με πολύτιμες ιδιότητες.
Από τα περίπου 250 είδη λαχανικών που υπάρχουν στον κόσμο, για την Ελλάδα έχουν οικονομική σημασία περί τα 30-40. Τα κηπευτικά (λαχανικά) με βάση τη βοτανική τους συγγένεια ταξινομούνται σε ομάδες που καλούνται «οικογένειες». Ο διαχωρισμός τους γίνεται με βάση κάποια κοινά χαρακτηριστικά που έχουν τα μέλη της οικογένειας.
Οι οικογένειες είναι έντεκα, όπως αναφέρονται παρακάτω:
  • Σολανώδη. Εδώ ανήκουν η ντομάτα, η μελιτζάνα, η πιπεριά και η πατάτα.
  • Κολοκυνθοειδή. Σε αυτήν την οικογένεια ανήκουν το κολοκύθι, το καρπούζι, το πεπόνι και το αγγούρι.
  • Σταυρανθή. Ανήκουν τα φυτά λάχανο, κουνουπίδι, μπρόκολο και ραπανάκι.
  • Λειριίδες. Ανήκουν το κρεμμύδι, το σκόρδο, το πράσο και το σπαράγγι.
  • Ψυχανθή. Ανήκουν το φασόλι, ο αρακάς και το κουκί.
  • Σκιαδοφόρα. Ανήκουν τα φυτά καρότο, σέλινο και μάραθο.
  • Μαλαχίδες. Εδώ ανήκει η μπάμια.
  • Ροδίδες. Ανήκει η φράουλα.
  • Σύνθετα. Ανήκουν τα φυτά μαρούλι, αντίδι, ραδίκι και αγκινάρα.
  • Χηνοποδιίδες. Ανήκουν το παντζάρι και το σπανάκι.
  • Κονβολβουλίδες. Ανήκει η γλυκοπατάτα.
Τα λαχανικά μπορούν να ταξινομηθούν και ανάλογα με τις απαιτήσεις τους στη θερμοκρασία. Ετσι, έχουμε αυτά που είναι της θερμής εποχής (θερμοαπαιτητικά, π.χ. καρπούζι, πεπόνι, μελιτζάνα, αγγούρι, μπάμια κ.λπ.) και αυτά της ψυχρής εποχής (ψυχροαπαιτητικά, π.χ. σπανάκι, λάχανο, μπιζέλι, πράσο, κουκιά, ρεπάνια κ.λπ.). Επίσης ανάλογα με τη διάρκεια του φωτισμού ως προς την άνθηση, διακρίνονται σε φυτά μακράς ημέρας (δηλαδή για να ανθίσουν απαιτούν 14-18 ώρες φωτισμού ημερησίως, π.χ. το σπανάκι), βραχείας ημέρας (χρειάζονται διάρκεια φωτισμού 8-13 ώρες ημερησίως) και φυτά αδιάφορα (παράγουν δηλαδή άνθη ανεξάρτητα από τη διάρκεια φωτισμού).
Τα προβλήματα και οι προκλήσεις
Καταγράφουν άνοδο τα νωπά λαχανικά
Ο κλάδος των νωπών κηπευτικών καταγράφει άνοδο σε επίπεδο παραγωγής και κατανάλωσης, ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι η έλλειψη οργάνωσης ομάδων παραγωγών, η χαμηλή διαπραγματευτική τους ικανότητα έναντι των αγοραστών και η απειλή από την εισαγωγή κηπευτικών από τρίτες χώρες εντείνουν σημαντικά τον ανταγωνισμό εντός και εκτός συνόρων.
Τα κηπευτικά χαρακτηρίζονται ως ένας σημαντικός κλάδος της γεωργικής μας οικονομίας. Στη χώρα μας παρατηρείται τα τελευταία χρόνια συνεχής αύξηση της παραγωγής βασικών κηπευτικών (λάχανα, ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια κ.ά.). Η αύξηση αυτή της παραγωγής τους δεν συνοδεύεται από αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στην αύξηση των αποδόσεων. Η σταδιακή εντατικοποίηση των καλλιεργειών με λιπάνσεις, η άρτια άρδευση, το βελτιωμένο γενετικό υλικό των σπόρων, το σύστημα των πυκνών φυτεύσεων και τα σύγχρονα αγροτικά μηχανήματα και εγκαταστάσεις έχουν οδηγήσει σε υψηλή απόδοση και μείωση του χρόνου που μεσολαβεί από τη φύτευση έως την πρώτη συγκομιδή. Η αύξηση της παραγωγής των παραπάνω προϊόντων τροφοδοτείται από την αύξηση της κατανάλωσης και την αύξηση των εξαγωγών. Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρείται και σημαντική μείωση στις παραγόμενες ποσότητες κάποιων επιμέρους προϊόντων, όπως είναι οι ντομάτες και τα όσπρια. Η σημαντική μείωση στις παραγόμενες ποσότητες ντομάτας, κυρίως, συνδέεται με το υψηλό κόστος παραγωγής, με το κλείσιμο των βιομηχανιών επεξεργασίας αυτών, καθώς και με τις εισαγωγές ντομάτας.
Η μείωση
Η μείωση για τις υπόλοιπες καλλιέργειες οφείλεται στο υψηλό κόστος παραγωγής, στις εισαγωγές με ανταγωνιστικές τιμές, στη μη επιδότηση της παραγωγής, στα προγράμματα εκρίζωσης (σύκα, σταφίδα) και στις μεταβολές των καλλιεργειών (επιτραπέζιες ελιές σε ελιά για έκθλιψη). Αποτέλεσμα της εξέλιξης των παραγόμενων ποσοτήτων του συνόλου των κηπευτικών προϊόντων έχει η διαμόρφωση του βαθμού αυτάρκειας αυτών. Η χώρα μας παράγει σε ικανοποιητικό βαθμό και παρουσιάζει υψηλό βαθμό αυτάρκειας σε βασικά αγροτικά προϊόντα. Επίσης, ένα βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο των κηπευτικών σε σύγκριση με τα υπόλοιπα αγροτικά προϊόντα είναι ότι ως ομάδα αλλά και ως επιμέρους καλλιέργειες παρουσιάζουν θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η πλειονότητα των κηπευτικών προϊόντων δεν ανήκουν στα προϊόντα που επιδοτείται η παραγωγή τους. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ένας τόσο σημαντικός κλάδος -όπως τα κηπευτικά- εντάσσεται στο πλαίσιο μιας εξειδικευμένης αγροτικής πολιτικής (επιλογή προϊόντων, συμβουλευτική, υποστήριξη, ενίσχυση κ.λπ.), προκειμένου να ενισχυθούν τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα και να συνεχιστεί ο έντονος εξαγωγικός του προσανατολισμός, η αύξηση του θετικού εμπορικού ισοζυγίου και το υψηλό ποσοστό αυτάρκειας. Σε μια αγορά με έντονα στοιχεία ανταγωνισμού και με απουσία προστατευτισμού της εγχώριας παραγωγής, η στοχευμένη και προσαρμοσμένη στις εγχώριες συνθήκες αγροτική πολιτική είναι αναγκαία.
Μέτρα βελτίωσης
Χρειάζεται να ληφθούν μέτρα βελτίωσης του τομέα των κηπευτικών, τόσο σε επίπεδο παραγωγών όσο και σε επίπεδο πολιτείας. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στο γενετικό υλικό, στο να αντικατασταθούν εν μέρει ντόπιες ποικιλίες που δεν είναι εμπορικές με ξένες περισσότερο υποσχόμενες, να καθιερωθεί η ολοκληρωμένη διαχείριση της παραγωγής κηπευτικών και να αλλάξει η νοοτροπία όλων όσοι εμπλέκονται με την παραγωγή, τη διακίνηση και την εμπορία τους.
Στόχος όλων πρέπει να είναι η παραγωγή προϊόντων που καταγράφουν ζήτηση, να είναι ανταγωνιστικά, που σημαίνει προϊόντα επώνυμα, καλής ποιότητας, ασφαλή για τον καταναλωτή, χαμηλού κόστους, τυποποιημένα και ωραία συσκευασμένα. Τα προϊόντα πρέπει να μεταφέρονται σωστά και γρήγορα στους τόπους κατανάλωσης. Δεν αρκεί να είναι καλής ποιότητας, πρέπει να έχουν σήμα ποιότητας ή πιστοποιητικό υγιεινής κατάστασης