Η αλλαγή παραδείγματος στον αγροτικό τομέα


Εάν αποφασίσετε την δημιουργία της δικής σας ΚοινΣΕπ και έχετε μια καλή ιδέα που πληροί τα κριτήρια του νόμου 4430/2016 ελάτε σε επαφή μαζί μας από εδώ για να σας βοηθήσουμε με την 10χρονη εμπειρία μας στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας και στην Δημιουργία άνω των 620 Επιτυχημένων ΚοινΣΕπ


Του Ευάγγελου Νικολαΐδη*

Το υφιστάμενο μοντέλο ανάπτυξης, παρά τα θετικά αποτελέσματα, έχει προ πολλού εξαντλήσει τα όριά του, καθώς έχει προσκρούσει σε οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα. Η αλλαγή είναι επιτακτική, γιατί έχουν αλλάξει οι συνθήκες στο διεθνές περιβάλλον, ενώ και η Κοινή Γεωργική Πολιτική προϊδεάζει για αλλαγές τις οποίες η ελληνική αγροτική οικονομία θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει και να αξιοποιήσει.

Συγχρόνως, οι ριζικές ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές που συντελέστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, και ιδιαίτερα από το 2010, θέτουν σε δοκιμασία τα συμπεράσματα παλαιότερων αναλύσεων και τις αντίστοιχες αντιλήψεις και πολιτικές για την αγροτική ανάπτυξη. Συνεπώς, απαιτούνται αναλύσεις και πολιτικές, οι οποίες θα απαντούν με ρεαλισμό στα νέα δεδομένα.

Βασικό συστατικό στοιχείο της «αλλαγής παραδείγματος» είναι η μετατόπιση από το παραδοσιακό μαζικό-ομογενοποιημένο μοντέλο προς το διαφοροποιημένο. Αυτή η ορθή, πλην όμως γενική, τοποθέτηση χρήζει εξειδίκευσης και τεκμηρίωσης με τη διατύπωση κριτηρίων για την οριοθέτηση του μαζικού-ομογενοποιημένου και διαφοροποιημένου μοντέλου και την αντίστοιχη κατάταξη των προϊόντων.

Οι δυνατότητες και τα όρια της μετατόπισης προς το διαφοροποιημένο μοντέλο

Η διάρθρωση της παραγωγής του πρωτογενούς τομέα σχετίζεται άμεσα με ένα βασικό χαρακτηριστικό της χώρας, το οποίο συνίσταται στην ευρεία ποικιλομορφία σε όρους κλιματικούς – γεωμορφολογικούς, αλλά και οικονομικών – κοινωνικών χαρακτηριστικών των εκμεταλλεύσεων. Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά επιτρέπουν ποικίλες ταξινομήσεις του αγροτικού χώρου, οι οποίες είναι δυνατόν να αποτελέσουν τη βάση διαφοροποιημένων πολιτικών. Κάθε επιμέρους διάρθρωση παραγωγής καλύπτει διαφορετικές ανάγκες σε όρους διατροφής και πρώτων υλών, έχει τα δικά της πλεονεκτήματα, μειονεκτήματα, καθώς και ειδικές απαιτήσεις από τους παραγωγούς και την πολιτική.

Κρίσιμη παράμετρο συνιστά η προσαρμογή της διάρθρωσης της παραγωγής στις ιδιαίτερες συνθήκες, καθώς έχει πολλαπλά θετικά αποτελέσματα για την αειφόρο διαχείριση του περιβάλλοντος, τη μείωση του κόστους παραγωγής, την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων, την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων, την ανάδειξη τοπικών προϊόντων, τη διασύνδεση με τους άλλους τομείς και δραστηριότητες της περιοχής.

Η εκτίμηση των ορίων για το διαφοροποιημένο μοντέλο, ήτοι η εκτίμηση μιας νέας αναλογίας ανάμεσα στο μαζικό-ομογενοποιημένο και διαφοροποιημένο μοντέλο έχει σημασία για μια σειρά λόγους:

Κατ’ αρχάς, για να τεθεί ένας κατευθυντήριος στόχος που θα αναδείξει τις δυνατότητες και θα αποτελέσει τη βάση για την αξιολόγηση των σχετικών πολιτικών.

Συγχρόνως, η εκτίμηση των ορίων έχει κρίσιμο ρόλο στην προφύλαξη από εξωπραγματικές εξαγγελίες και «ρητορείες». Η ελληνική γεωργία, λόγω των χρόνιων προβλημάτων και της αδυναμίας για την ουσιαστική αντιμετώπισή τους, συνιστά χώρο ο οποίος προσφέρεται για διατύπωση ανερμάτιστων διακηρύξεων. Τα ρητορικά σχήματα προέρχονται από άγνοια, από επικοινωνιακού τύπου προσεγγίσεις και από τον κακώς εννοούμενο πολιτικό εξαναγκασμό για διατύπωση «θαυματουργών» λύσεων άμεσου αποτελέσματος, χωρίς μάλιστα την καταβολή της απαιτούμενης προσπάθειας. Τα ρητορικά σχήματα βρίσκουν έδαφος λόγω της περιορισμένης γνώσης των οικονομικών μεγεθών και λειτουργιών.

Αναδιάρθρωση της παραγωγής: αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη

Το ζήτημα της αναδιάρθρωσης έχει πολύχρονη ιστορία στην ελληνική γεωργία. Ωστόσο, η διάρθρωση της παραγωγής, παρά τη σπουδαιότητά της, δεν συνιστά αυτοτελές θέμα, καθώς συναρτάται με άλλα καθοριστικής σημασίας ζητήματα. Η μονομερής έμφαση στη διάρθρωση της παραγωγής επισκιάζει και υποβαθμίζει τη συζήτηση για τους όρους που η μία ή η άλλη διάρθρωση της παραγωγής υλοποιείται (παραγωγικότητα, κόστος, ποιότητα κ.λπ.). Συνεπώς η συζήτηση θα πρέπει να εμπλουτιστεί με θέματα που αφορούν τη δημιουργία των προϋποθέσεων (οικονομικών, θεσμικών, τεχνικών, υποδομής, τεχνογνωσίας, έρευνας και εκπαίδευσης κ.λπ.), οι οποίες θα στηρίζουν την οποιαδήποτε διάρθρωση της παραγωγής.

Κατ’ αντιστοιχία, η συζήτηση σχετικά με το μαζικό-ομογενοποιημένο και το διαφοροποιημένο μοντέλο ανάπτυξης, στο βαθμό που αφήνει εκτός συζήτησης το έτερο σκέλος που συνδιαμορφώνει την προστιθέμενη αξία, δηλαδή την ενδιάμεση ανάλωση, απαντάει μόνο στο ένα σκέλος των παραγόντων που διαμορφώνουν την προστιθέμενη αξία (αυτό της ακαθάριστης αξίας παραγωγής), είναι μονομερής και ανεπαρκής.

Η τεχνική διάσταση

Η όποια επιλογή κλάδων δεν είναι δυνατόν να παρακάμψει τεχνικά θέματα που αφορούν τη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και σειρά άλλων παραμέτρων που συνδιαμορφώνουν την ανταγωνιστικότητα. Ακόμα και ο πλέον ελπιδοφόρος κλάδος δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει τα αναμενόμενα, σε περίπτωση που συνοδεύεται από μέτριες επιδόσεις. Οι μέτριες επιδόσεις σε ζητήματα κόστους, απόδοσης κ.λπ. είναι δυνατόν να ακυρώσουν το όποιο πλεονέκτημα της επιλογής κλάδων και της διαφοροποίησης. Συγχρόνως, υφιστάμενοι κλάδοι είναι δυνατόν να έχουν αποτελέσματα στο βαθμό που υπάρξει βελτίωση στο επίπεδο των ζητημάτων τεχνικής και οργανωτικής φύσεως.

Η κοινωνική διάσταση: συλλογικά σχήματα

Η αύξηση της προστιθέμενης αξίας έχει κρίσιμη σημασία, ωστόσο εξ ίσου σημαντική είναι και η κοινωνική διάσταση του θέματος, δηλαδή η εμπλοκή ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων στη δημιουργία και στη χρήση της προστιθέμενης αξίας.

Όσον αφορά το κοινωνικό περιεχόμενο της ανάπτυξης, μία από τις βασικές πτυχές είναι η ενδυνάμωση της εμπλοκής συλλογικών σχημάτων στην αναπτυξιακή διαδικασία. Η συλλογική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας μπορεί να δώσει απαντήσεις τόσο στο κρίσιμο ζήτημα του κόστους παραγωγής όσο και στο ζήτημα της διανομής του οφέλους, καθώς σε αυτή την περίπτωση τα οφέλη από τη συμμετοχή, τη διανομή των πλεονασμάτων ή/και των κερδών αφορούν, εξ ορισμού, τους συμμετέχοντες στο συλλογικό εγχείρημα. Συγχρόνως, τα συλλογικά σχήματα δίνουν χώρο στο ανθρώπινο δυναμικό να απεξαρτηθεί από τις αλλοτριωτικές επιδράσεις της κυρίαρχης μορφής οργάνωσης της οικονομίας και συμβάλλουν στην αντιστάθμιση της ισχύος των κυρίαρχων μονοπωλιακών – ολιγοπωλιακών δομών.

Η αναβάθμιση της παρουσίας των συλλογικών σχημάτων απαιτεί σειρά προϋποθέσεων και ενεργειών από φορείς που λειτουργούν σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας. Από το κεντρικό επίπεδο αναμένεται η διατύπωση των στόχων και της σχετικής στρατηγικής, η δημιουργία του θεσμικού και του χρηματοδοτικού πλαισίου που ενθαρρύνει και διευκολύνει τη συγκρότηση και τη λειτουργία των συλλογικών σχημάτων. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας προσπάθειας έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, αν παράλληλα με τα ανωτέρω (στόχοι, στρατηγική, θεσμοί, χρηματοδότηση κ.λπ.) τεθεί σε λειτουργία, σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, ένας μηχανισμός ενεργοποίησης και τεχνικο-οικονομικής στήριξης. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα ενισχύσει όσους δεν έχουν πρόσβαση στην πληροφόρηση και στις διαδικασίες χρηματοδότησης ή/και αποκλείονται από παγιωμένες δομές και συμφέροντα.

Συνύπαρξη μαζικού – ομογενοποιημένου και διαφοροποιημένου μοντέλου

Δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι μεγάλο τμήμα της παραγωγής του διαφοροποιημένου μοντέλου, συγκεκριμένα αυτό που αποκτά χαρακτηριστικά διαφοροποίησης στο στάδιο της μεταποίησης και της εμπορίας, στηρίζεται στην παραγωγή του μαζικού-ομογενοποιημένου μοντέλου.

Το μαζικό-ομογενοποιημένο και το διαφοροποιημένο μοντέλο μπορούν να συνυπάρξουν στις διαφορετικές περιφέρειες της χώρας, με διαφορετική στόχευση, διαφορετικές επιδόσεις και ασφαλώς διαφοροποιημένες πολιτικές. Όσον αφορά το πρότυπο των μαζικών-ομοειδών προϊόντων πρέπει να υπάρξει μέριμνα ώστε να λυθούν προβλήματα που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα (π.χ. μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, αποδόσεις, κόστος παραγωγής). Όσον αφορά το πρότυπο που είναι περισσότερο συνδεδεμένο με τη διαφοροποίηση, πρέπει να δοθεί έμφαση στην πιστοποίηση και στην απόκτηση μεγαλύτερου μεριδίου στις ποιοτικές διεθνείς αγορές.

Και στα δυο μοντέλα, οι συλλογικές μορφές οργάνωσης παραγωγής και εμπορίας μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο, τόσο στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής όσο και στις τιμές των προϊόντων.

Εν κατακλείδι, η επικέντρωση της προσοχής στην επιλογή κλάδων και προϊόντων συνιστά αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη. Η προσπάθεια για αναδιάρθρωση θα πρέπει να συνοδεύεται από μία, τουλάχιστον ισότιμη, συζήτηση σχετικά με την αναβάθμιση των τεχνικών χαρακτηριστικών και την ενίσχυση των κοινωνικών-συλλογικών πτυχών της παραγωγικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η αναβάθμιση της συζήτησης για τους όρους με τους οποίους υλοποιείται οποιαδήποτε διάρθρωση παραγωγής.

(*) Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ειδικός Γραμματέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας